ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΕ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ (του συγγραφέα και δάσκαλου ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΚΟΥ)

Δημητρης Μπεκος
Δημήτρης Μπέκος
Ο Δημήτρης Μπέκος γεννήθηκε το 1950 στη Συκιά Φωκίδος και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Σπούδασε "Langue et Litterature Francaises" στο Πανεπιστήμιο της Rennes και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία, με εξειδίκευση στις "Ph. Sciences et Theories des formes de l' Education" στο Πανεπιστήμιο του Strasbourg.
Έχει παρακολουθήσει σε διάφορα Πανεπιστήμια κύκλους σπουδών που αφορούν στη Λογοτεχνία (συγκριτική λογοτεχνία, κριτική λογοτεχνίας), στη Λαογραφία (μυθολογία των λαών της λεκάνης της Μεσογείου, Ελληνικό δημοτικό τραγούδι), στη Φιλοσοφία (αρχαία ελληνική φιλοσοφία), στη Ψυχολογία - Κοινωνιολογία (συμπεριφορισμό, ψυχοκριτική), έχει εκπονήσει αρκετές μελέτες και δίνει σειρά διαλέξεων.
Υπηρέτησε επί σειρά ετών στην Εκπαίδευση και στο Δημόσιο, σαν έφορος βιβλιοθηκών και πινακοθηκών.
Το 1975 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο και από τότε ασχολείται συνεχώς με τη συγγραφή και την έρευνα.
Το πρόσωπό σου αντιφέγγιζε,
κι ένα αεράκι αλαργινό έφτανε γιομάτο μυρωδιές,
από γιασεμί, αρμύρα κι έρωτα.






Σ΄ ΕΡΗΜΙΚΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ

Κάτω απ΄ το πολύ φεγγάρι
(που ΄χε ανασηκωθεί ολόγιομο καταμεσής στον ουρανό
για να σβύσει όλα τα καντηλέρια, τα διάσπαρτα στο στερέωμα),
τ΄ ολόγυμνο κορμί σου, φάνταζε διάφανο,
ίδιο αερικό.
Κι όλη η γης, έμοιαζε ν΄ αρμενίζει ανάλαφρα
πάνω σ΄ ένα γαλαχτερό διάχυτο φως.
Το πρόσωπό σου αντιφέγγιζε,
κι ένα αεράκι αλαργινό έφτανε γιομάτο μυρωδιές,
από γιασεμί, αρμύρα κι έρωτα.
Αναδυόσουν, ίδια αρχέγονη Νηρηίδα,
απ ΄τη στραφταλιστή αγκαλιά του γαληνεμένου γαλάζιου.
Τα μάτια σου, λάγνα κι αμυγδαλωτά,
κόχευαν το γαυριασμένο αρσενικό απέναντί σου,
προκαλώντας το για σφιχταγκάλιασμα
στα σκιερά στενορύμια του πόθου.
Κάτι σαν παράκληση, μα και μετέωρη απειλή.
Γόργωσες το βήμα σου πάνω στην ψιλή άμμο
και με μιά απότομη κι αποφασιστική κίνηση
έλυσες τη μακριά κι ανέμελη κόμη σου,
τίναξες προς τα πίσω τ΄αγέρωχο κεφάλι σου,
κι η ατίθαση χαίτη
χύθηκε στους στρογγυλεμένους ώμους
στοχεύοντας ξεδιάντροπα τα καλλίπυγα ανάγλυφα,
της αέρινης σιλουέτας .
Άπλωσα τα μπράτσα ν΄ αδράξω σφιχτά τη Νηρηίδα
σε μιά πάλη άγρια και σιωπηλή,
όμοια με κείνο το αρχέγονο ερωτοσμίξιμο
του Πηλέα με τη θαλασσοθεά , τη Θέτιδα,
μια μυθική νύχτα με πανσέληνο
στις απότομες ακτές του Πηλίου.
... Η καρδιά μου κίνησε να πλαταίνει
για να χωρέσει όλη τούτη την ομορφιά
που της δινόταν
μεσ΄ την άκρα σιγαλιά της έρημης ακτής ...
Τούτος ο ανυπόταχτος λογισμός
π΄ ανάδευε τις χρονοστιβάδες της ζωής,
με βρήκε μίλια μακριά,
σε μια μισοφωτισμένη μικρόχωρη κάμαρα,
κι άρχισε να γοργοδιαβαίνει απ΄ το νου στην καρδιά
κι απ΄ την καρδιά στο κορμί.
Μέχρι που αποφασιστικά ,
κατέβηκε ως το χέρι.
"Ανιστόρισε", το πρόσταξε.
Έπιασα το μολύβι.
Μα μπροστά στα είκοσι τέσσερα γράμματα,
λύθηκαν τα γόνατά μου κι ορθοτρίχησα.
Όταν αραδιάζεις την αλφάβητο πάνω στο λευκό χαρτί,
οι λέξεις ζευγαρώνουν αναίσχυντα:
Διαλαλούν αχαλίνωτα αυτά που δε θες να μολογήσεις
κι αποκρύβουν πεισματικά
εκείνα που ποθείς να ιστορηθούν.
Κι όπως λεν ότι,
οι λέξεις βγάζουν φτερά και παίρνουν δρόμο,
πως εσύ να τις συμμαζώξεις;
Μοχτούσα ώρα πολλή
να ορντινιάσω γράμματα και συλλαβές μεσ΄το μυαλό μου
για να τις στεριώσω κατά πως θέλω,
πάνω στο λευκό χαρτί,
ώσπου τα ματόφυλλα σφάλισαν
και βυθίστηκα στον κόρφο του Μορφέα.
Κοιμόταν το κορμί,
μα η καρδιά π΄ αγρυπνούσε,
γροίκησε το σάλαγο των ποδιών σου πάνω στη λεπτή άμμο
κι οσμίστηκε την αύρα του κορμιού σου
να ΄ρχεται από χρόνια μακριά .
Ποντίστηκ΄ η καρδιά στη σάρκα
κι εκείνη κατακλύστηκε από εωσφορική πεθυμιά.
Κι όλα που ΄χα να πω ,
γένικαν στ΄ όνειρο,
πιο αληθινά κι απ΄ την αλήθεια.
Ξημέρωσε .
Το χαρτί είχε ξωμείνει μπρος μου
μοναχό, λευκό,
κι αμόλυντο
απ΄ τα λόγια τ΄ ανείπωτα.
Μα η άσπιλη λευκότης,
ανάδευε μια φλύαρη σιωπή...
Ποιός να το πρόσμενε,
κείνη τη μακρινή νύχτα
που σμίξαμε σ΄ ερημικό ακρογιάλι
κάτω απ ΄ το πολύ φεγγάρι,
πως τούτα τα μελλούμενα θα ζωντάνευαν
μέσα σε μιά ταπεινή κάμαρα,
όπου η λογοχείμαρρη σιωπή,
ακόμα μολογάει!
Γύζης Νικόλαος-Το τάμα, 1886

Πήραμε εμείς τη ζωγραφιά,
και την ανεβάσαμε σε περίβλεπτη θέση.
Κι ύστερα,
τον ταπεινό χιτώνα
τον φορτώσαμε
-όπως μας πείσανε πως το ΄χει ανάγκη-
με παράταιρο
ασήμι και χρυσάφι.

Δ.ΜΠΕΚΟΣ



ΤΑΜΑ

Βύθισε το χρωστήρα του
στα χρώματα της ανέχειας και της ταπεινοφροσύνης
κι έφτιαξε τη μορφή του Ναζωραίου,
ο ζωγράφος.
Καθρέφτισε στα μάτια του
τον πόνο της πληγής,
στην άκρη των χειλιών
του Γολγοθά την πίκρα,
κι έντυσε το κορμί
με φτωχικό χιτώνα.
Πήραμε εμείς τη ζωγραφιά,
και την ανεβάσαμε σε περίβλεπτη θέση.
Κι ύστερα,
τον ταπεινό χιτώνα
τον φορτώσαμε
-όπως μας πείσανε πως το ΄χει ανάγκη-
με παράταιρο
ασήμι και χρυσάφι.
Τόσο,
που ο Ναζωραίος καλύφτηκε ολάκαιρος.
Κι αντί μ΄ όλα τούτα
να του δώσουμε την τιμή
που θα του ΄πρεπε,
η θλίψη του για την βέβηλη ασέβεια
τον πληγώνει τώρα,
πιότερο
κι απ΄ τα καρφιά στο σταυρό.
Κι είναι κι ένας αβάσταχτος στοχασμός
που λογχίζει το λογισμό:
Γιατί, στη φτώχεια και τη σεμνότητα,
πρέπει να χτίζουμε πλούσια κι αλαζονικά παλάτια ;





Αποτέλεσμα εικόνας για ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ Η ΣΤΡΑΤΑ
Ρωτούσα τον καθένα τους,
που θα ΄βρω την ευτυχία!
Κι ο καθένας τους, μου ΄δινε και μια διάτα
κι ύστερα μου ΄δειχνε το σίγουρο μονοπάτι.


ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ Η ΣΤΡΑΤΑ

Στάθηκα σ΄ ένα τρίστρατο
και ρωτούσα τους κάθε λογής διαβατάρηδες :
Βοσκανθρώπους , σκορποχέρηδες και σοφούς
Ξυλοκόπους , κανταδόρους κι άγιους
Τοκογλύφους , καλαμαράδες και πένητες
Γυναικοθήρες, γλεντοκόπους, κι ασκητές
Αρχοντοπούλες, τροτέζες, και καλογριές...

Ρωτούσα τον καθένα τους,
που θα ΄βρω την ευτυχία!
Κι ο καθένας τους, μου ΄δινε και μια διάτα
κι ύστερα μου ΄δειχνε το σίγουρο μονοπάτι.
"Πήγαινε από δω ", μου ΄λεγαν
"κυνήγα την, και θα την φτάσεις" .
Μα κυνηγώντας την, βολόδερνα
κι έβγαινα αγνάντιο στην άκρη του γκρεμού!
Σάστισα. Πλάνταξα.
Έφραξα τ΄ αυτιά μου, σφάλισα τα μάτια μου
κι αγκουσεμένος έγειρα κι αποκοιμήθηκα.
Πήρε να γλυκοχαράζει
κι ένα πετειναράκι έπιασε να βραχνολαλεί
με το ράμφος του σηκωμένο ψηλά στον ουρανό.
Τέντωσα τ΄ αυτί.
"Θέλεις στ΄ αλήθεια να ξαλαφρώσεις;" με βραχνορώτησε.
"Θέλω" , έσυρα μια φωνή.
"Μίλα, κι ότι μου πεις θα το βαστάξω".
Στύλωσα τ΄ αυτί, ν΄ αφουγκραστώ το πετεινάρι.
"Τήρα τούτη την πεταλούδα
που δίχως σάλαγο σε γυροφέρνει.
Κυνήγα τη,
και ΄κείνη θ΄ αρχίσει το φευγιό.
Θα γίνει άφαντη.
Στάσου γαληνεμένος,
και θα ΄ρθει να σταθεί στο πέτο σου,
στο μέρος της καρδιάς!"
Ανακάθισα πάνω στην πέτρα, κάτω απ΄ το γεροπλάτανο.
Νίφτηκα με γάργαρο νερό.
Οι ζάρες της αγωνίας έσβησαν απ΄ το μεσοφρύδι μου.
Κι είδα για πρώτη φορά τον κόσμο μ΄ άλλα μάτια.
Το κορμί μου γιόμισε πεταλούδες!!
"Η μεγαλύτερη πηγή δυστυχίας
είναι η αγωνία κι ο μόχτος για το πολυκύμαντο κυνήγι της ευτυχίας"
μουρμούρισε το θρόισμα των φύλλων του γεροπλάτανου.



  Δεν είσαι πια το αγένειο μειράκιο
που μόλις έβλεπες το θηλυκό το περγελούσες,
γιατί το "μικρό σου καράβι ήταν αταξίδευτο".
Ύστερα,
με το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο,
σαν πρωτανάσανες τη μυρουδιά απ΄ τη γυναικεία μασχάλη,
θόλωσε το μυαλό σου,
κι ευθύς αφανίστηκαν ο Ρεμπώ κι ο Μποντλαίρ
κι ότι απόμεινε στη μικρή κάμαρη ήταν
το κορμί της Φρανσέζας δασκάλας σου των γαλλικών,
που μεσ΄ το μυαλό σου την ξεγύμνωσες σαν ώριμο σύκο



Τ΄ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ


- Πατέρα, αγαπημένε μου,
πως ψυχανεμίστηκες πως είμ΄ εδώ
κι έγινες όνειρο για να μ΄ ανταμώσεις ;
- Ήρθα σιμά σου ακολουθώντας την αύρα της αγάπης, γιέ μου,
να μου ιστορίσεις τι θολερό βαθιά μέσα σου, μοχτάς να λαγαρίσεις.
- Δεν κατέχω Πατέρα, αν είμαι θυμωμένος, θλιμμένος ή χαρούμενος.
Όλα τούτα, ένα κουβάρι μπλεγμένο εντός μου
που μου γυρεύουν να τα ξεδιαλύνω.
- Στη Μάνα Γη, γιέ μου, όλα φυτρώνουν, ανθίζουν, καρπίζουν, μαραίνονται,
ο σπόρος πέφτει βαθειά στον κόλπο της Μάνας
με τη σιγουριά ότι θα σαπίσει,
για να φυτρώσει και να ξανάρθει η ποθούμενη άνοιξη!
- Σοφέ Πατέρα μου ,
πιότερο με μπέρδεψε τούτος ο γρίφος.
Ξεδιάλυσέ μου, τι πάει να πει αυτό;
- Κάποτε, γιέ μου, αρκούδιζες στα τέσσερα
και το στοματάκι σου βάβιζε σα νιογέννητο κουτάβι.
Τώρα το μυαλουδάκι σου έγινε μυαλό
που μοχτάει μερονυχτίς να βρει απαντήσεις.
Η καρδιά σου στηθοχτυπιέται για λευτεριά.
Τα μάτια σου γένηκαν δυό κάρβουνα αναμμένα.
Δεν είσαι πια το αγένειο μειράκιο
που μόλις έβλεπες το θηλυκό το περγελούσες,
γιατί το "μικρό σου καράβι ήταν αταξίδευτο".
Ύστερα,
με το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο,
σαν πρωτανάσανες τη μυρουδιά απ΄ τη γυναικεία μασχάλη,
θόλωσε το μυαλό σου,
κι ευθύς αφανίστηκαν ο Ρεμπώ κι ο Μποντλαίρ
κι ότι απόμεινε στη μικρή κάμαρη ήταν
το κορμί της Φρανσέζας δασκάλας σου των γαλλικών,
που μεσ΄ το μυαλό σου την ξεγύμνωσες σαν ώριμο σύκο.
Μια πρωτόγνωρη γλύκα κυρίεψε το κορμί σου,
ξεκινώντας απ΄ τ΄ αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο,
πήγε στο λαιμό, κι ύστερα κατέβηκε στην κοιλιά.
Η μαγνητισμένη παλάμη σου
την ακράγγιξε δήθεν τυχαία στο μπράτσο
- ή στο γλουτό, τι σημασία έχει -
Μα σαν αντίκρισες τη Φρανσέζα
να σε λογχίζει με ΄κείνη τη φλογερή ματιά
που μέσα της στραφτοβολούσαν άντρες και πεθυμιά,
δεν τόλμησες να ξεστομίσεις λόγο.
Χαμήλωσες τα μάτια , σήκωσες το μάνταλο της πόρτας
και χάθηκες πανικοβλημένος στο μούχρωμα.
Σε κατάτρεχε ακόμα εκείνο το καταραμένο δέντρο της γνώσης
κι ο αρχαίος όφις που σού ΄χαν ιστορίσει.
Και ξέμεινε το ξαναμμένο θηλυκό,
ατρύγητο αμπέλι , στην άδεια κάμαρα.
Μα όταν το χνούδι σου έγινε γένι
κι η φωνή σου χόντρυνε,
σαν έφτασε στα ρουθούνια σου η γιαβάσικη μυρουδιά
απ΄ τον κόρφο του προαιώνιου θηλυκού,
τ΄ ανασκέλωσες, σαν Άγιος Σάτυρος, πάνω στο χορτάρι
κι έτριξαν τα κόκκαλά του σπαρταρώντας ,
απ΄ την πρωτόγονη λαχτάρα να δεχτεί το σπόρο.
Κι ύστερα,
γυρεύοντας μια ασύδοτη λευτεριά,
αφουγκραζόσουν άναρχα,
άλλοτε τις πεθυμιές του κορμιού
που τις άφηνες να σ΄ οδηγήσουν
σε ξώπετσες χαρές,
άλλοτε τις ανεξέλεγκτες ορμήνιες της καρδιάς
που σε ξεστράτιζαν
άλλοτε αφηνόσουν να σε παρασέρνουν
οι παράταιρες περιέργειες του νου
- Πατέρα, γιατί μου λες πράγματα που με κάνουν να ντρέπουμαι;
Δεν έχεις άλλα, αλλιώτικα να πεις;
- Μα εγώ είμαι περήφανος γι ΄ αυτά, γιέ μου,
γιατί αυτά σε οδήγησαν σε ξάγρυπνα δημιουργικά δωμάτια.
Άκου λοιπόν και τ΄ άλλα:
Χρόνια πολλά μοχτάς σκυμένος μερονυχτίς
πάνω από σωρούς βιβλίων,
σαν το διψασμένο κυνηγιάρικο ζαγάρι
που σκύβει στα ολόδροσα λαγαρά νερά στ΄ αυλάκι της Μεγάλης Βρύσης,
για να ξεδιψάσει ως τ΄ ακρόνυχα των ποδιών του.
Χρόνια πολλά τώρα ,
κυλάς μαύρα σημάδια, πάνω στ΄ άσπρο χαρτί
κι ύστερα, τα ξαμολάς ν΄ αρμενίσουν στου κόσμου το πέλαγο.
Κι όσο ο μόχτος σου απλώνεται,
τόσο η ευθύνη του δημιουργού σε βαραίνει.
Κι όταν σου άνοιξαν τις πόρτες για να πεις
"αυτά που πρέπει να ειπωθούν",
εσύ , για να παραμείνεις ορθός στην άκρη του γκρεμού,
αναρωτήθηκες :
Τι είν΄ άραγε αυτό που αξίζει αληθινά να ειπωθεί;
Ξέφυγες απ΄ την απάτη
πως τάχατε είσαι σπουδαίος
και ξεχωριστό πρόσωπο, προνομιούχο.
Αναγνώρισες τις αρετές και τα κουσούρια σου,
τα ζύγιασες και βγήκες λειψός.
Και τώρα πασχίζεις, γιέ μου,
τούτα τα αιώνια στοιχειά να τα φιλιώσεις
το ένα με τ΄ άλλο:
το Νου, την Καρδιά και το Κορμί ,
και να γενούν τα τρία αντάμα ένα ποικιλοκάρπερο χωράφι
που να το καλλιεργείς ενιαίο και χαρούμενος.
Και μόλις νόησες τι θεριό είσαι,
λυτρώθηκες από φοβικές απαράβατες εντολές
και παρέβηκες τους άτιμους νόμους .
Νίκησες την αρετή
κι ηττήθηκες απ΄ την κακία
όμως τόσο, ώστε τίποτα να μη γίνεται
ούτε θεϊκό, μήτε ανθρώπινο.
Ναι. Πλήρωσες το φόρο σου.
Πληγώθηκες, πόνεσες
αποδοκιμάστηκες, απαξιώθηκες
μα εσύ πέρασες υπομονετικά ανάμεσα στις πέτρες που σε στόχευαν,
ατάραχος, αλέκιαστος και σιωπηλός,
χωρίς να συνορίζεσαι.
Ίσως, γιατί έχεις γευτεί την απλοχωριά των ιδεών.
Καλές ή κακές, μην περιμένεις να σου πει με σιγουριά κανείς.
Μα ήταν πέρα απ΄ τη σκλαβιά της αμοιβής ή της τιμωρίας.
Ταξιδευτής,
- άξιος γιός της ράτσας σου -
σεργιάνησες, στο χρόνο, στο χώρο ,
στην αγάπη, στον έρωτα, στη γνώση..
Γέμισε η καρδιά σου αλλόκοτη ευτυχία,
Θωρώντας απ΄ τις κορφές των βουνών,
τα οργωμένα χωράφια και τα σκιερά δάση.
Οσμίζοντας ένα παλιό βιβλίο,
αλλά και τον κόρφο του ξαναμμένου θηλυκού.
Αφουγκράστηκες το πουρνό, το λάλημα του κοκκινολαίμη,
αλλά και στο δειλινό, το κύμα να ερωτοτροπεί
γλύφοντας νωχελικά την έρημη αμμουδιά.
Άγγιξες μια μετέωρη δροσοσταλίδα,
αλλά ψαχούλεψες και τη ροζιασμένη παλάμη του δουλευτή.
Δοκίμασες τον απαγορευμένο καρπό,
αλλά κι όλους τους καρπούς του δάσους
που συντύχαιναν στο διάβα σου.
Μπήκαν μέσα σου όλα τα θαύματα
κι όλα τα πάθια της ζωής
κι εσύ αντιδονείς κάθε φορά,
σαν την αναστάσιμη ανάσα του κλαρίνου,
σαν το επιδέξιο δοξάρι της βροντόλυρας
.
Πότε, μ΄ ένα
λεβέντικο τσάμικο,
πολεμικό Πυρρίχιο,
νικητήριο Πεντοζάλη,
βαρύ Απτάλικο,
χοροπηδηχτό Ικαριώτικο,
ερωτική Σούστα...
Στην αβεβαιότητα και στη βεβαιότητα ,
στον Έρωτα και στο Θάνατο.
Και τώρα, κάνεις την αποκοτιά
ν΄ αντιμετριέσαι
το κεφάλι ψηλά, χωρίς αναίδεια,
με την ελπίδα και το φόβο.
Σέβεσαι την ουσία
που όσο τη γυρεύεις
τόσο αλλάζει ονόματα κι αλαργεύει.
Χωρίς την απλοϊκή βεβαιότητα ότι θα τη φτάσεις
ή την αφέλεια ότι θα βρεις την ποθούμενη ευτυχία.
- Όμως, Πατέρα,
ξάμωσα να του αντειπώ...
Μα ΄κείνος είχε ξαναγυρίσει στον κόσμο του.
Με τ΄ όνειρο να κρέμεται ακόμα στα μισάνοιχτα βλέφαρά μου,
τον θώρησα από μακριά ν΄ αλαργεύει,
να μπαίνει στο φράχτη
με τα μαύρα κυπαρίσσια και τους λευκούς σταυρούς,
και το τσόφλι της Γής να κλείνει με σεβασμό πίσω του.
Σοφέ μου Πατέρα, σ΄ Ευχαριστώ!
Κι αν καμιά φορά κάνει κρύο εκεί που είσαι,
να σκεπάζεσαι με την αγάπη μου.



Αφουγκράσου τη βραχνή σπαραχτική ανάσα
που αναδύεται απ΄ τα νεφρά του παραδομένου θηλυκού,
ανάσα που μεσ΄ την απύθμενη σιγαλιά
φαντάζει βρυχηθμός αζευγάρωτου αγριμιού.


Γυμνάσματα

Κόχεψε με τα μάτια σου το κορμί του θηλυκού
που σε διάλεξε.
Δες το πως σπαράζει αχνίζοντας,
έτοιμο να σου δοθεί
πάνω στην αμόλυντη πέτρα,
κάστρο απόρθητο
που με θαμπωμένη φωνή σε καλεί να το κουρσέψεις
μέσα στο ανερμήνευτο μούχρωμα,
διψασμένο ανέγγιχτο αγριολούλουδο
που προσμένει τη Σελήνη να σταλάξει
πάνω του, τις ζωηφόρες δροσοσταλίδες.
Αφουγκράσου τη βραχνή σπαραχτική ανάσα
που αναδύεται απ΄ τα νεφρά του παραδομένου θηλυκού,
ανάσα που μεσ΄ την απύθμενη σιγαλιά
φαντάζει βρυχηθμός αζευγάρωτου αγριμιού.
Ανέβα στ΄ ακράνυχα τα σκαλοπάτια της πεθυμιάς,
άγγιξε, οσμίσου, ψαχούλεψε με τ΄ ακροδάχτυλά σου,
ν΄ ανακαλύψεις τα προαιώνια κρυμμένα μυστικά
των πτυχών του θηλυκού κορμιού,
του ψημένου με πελαγίσια αλμύρα
και μυρωμένου με βασιλικό κι αγιόκλημα.
Κι ύστερα,
σκύψε, λάτρεψε
κι ανακάτωσε τα χνώτα σου
με την ανάσα της παραδομένης κόρης,
που σου προσφέρει τις τολμηρές καμπύλες της
καρτερώντας σε να τις σεργιανίσεις ,
όπως το επιδέξιο δοξάρι περιπλανιέται στις χορδές καλοκουρδισμένου βιολιού.. .
Μα τώρα που,
(ταξινομώντας τερψίθυμες λέξεις
που μετουσιώθηκαν σε νηφάλιο Λόγο),
έπλασες τη γυναίκα
και την κρυστάλλωσες νυν και αεί
ξαπλωμένη νωχελικά πάνω στο λευκό χαρτί σου,
(μια αιωνιότητα πιότερο σίγουρη απ΄ την αιωνιότητα,
γιατί δεν είναι από χώμα και νερό για να ΄χει τέλος)
μη λησμονάς την παλιά ανατολίτικη παροιμία:

"Σαν καβαλικέψεις τίγρη, δε μπορείς πιά να ξεπεζέψεις"






Βάρα ωρέ το νταϊρέ
και πιάσου στο χορό μωρέ
να γένει η αρρώστια έρωντας
και δραστικό ραβέντι.

Γιαράδες της ακολουθίας των "ρο" ,
που γένηκαν γιαρέδες του έρωντα.

Βάρα ωρέ το νταϊρέ
και πιάσου στο χορό μωρέ
να γένει η αρρώστια έρωντας
και δραστικό ραβέντι.
Σ΄ όποιο ντερσέκι κι αν βρεθώ
καθόλου δε ντηριέμαι
κρατώ παντζέχρι δυνατό
για τον οσκρό της κόμπρας.
Ρέζιγο είν΄ το δίκροτο
εκειού που λαθρακιάζει,
φορεί στα χέρια σίδερα
και πράγκες στα ποδάρια.
Χαϊνης ΄γω στα κράκουρα
ράϊ ποτέ δεν κάνω,
για γρέκια έχω τα κρημνά
τσέργα την κατσιφάρα.
Βαράτε ωρέ το νταγερέ
κι αδράξτε το κλαρίνο,
για να πιαστούμε στο χορό
στις Γκιώνας τις μαδάρες.
................
(Γλωσσάρι ντοπιολαλιών, απ΄ όλη την Ελλάδα)
νταϊρές ή νταγερές=ντέφι, ραβέντι=φαρμακευτικό φυτό, ντερσέκι=σταυροδρόμι, ντηριέμαι=φοβάμαι, παντζέχρι=αντιφάρμακο, οσκρός=κεντρί, δηλητήριο, Ρέζιγο=επισφαλές, δίκροτο=πολεμικὸ πλοίο που έχει τέσσερις αμφίπλευρες συστοιχίες πυροβόλων, λαθρακιάζω=με τρώει το σαράκι, πράγκα=σίδερα στα πόδια φυλακισμένου, Χαϊνης=αντάρτης, κράκουρα=κορφοβούνια, ράϊ=υποταγή, γρέκι= λημέρι, καταφύγιο, πρόχειρο αχυροκάλυβο, κρησφύγετο άγριου ζώου, τσέργα=βελέτζα, κατσιφάρα=καταχνιά, χαράκι=μεγάλος βράχος, μαδάρα=γυμνό βουνό πάνω από 1400μ, Γιαράς=λαβωματιά, γιαρές=παθιάρικο αργόσυρτο τραγούδι.






Κι ύστερα
Θα γύρω πάνω του
και βυθισμένος στη φλύαρη τη γλώσσα της σιωπής
θα ξυπνήσω Καθαρμένος,
Αναγεννημένος,
και Νικητής !!!


ΥΦΑΔΙ

Τούτο το σαββατοκύριακο, θα κάτσω στον αργαλειό να πλέξω
υφάδι αντρομιδίσιο!
Για κεντίδια
θα ΄χει όλους αυτούς π΄ αγάπησα,
τους Φίλους,
κι εκείνες που μ΄ αγάπησαν,

Θα 'χει ακόμα,
Τις ομορφιές π΄ αγνάντεψα απ΄ τις ψηλές κορφούλες,
Τα λόγια που βάλσαμο ήταν στην καρδία,
Το λάλημα του σπίνου,
το θρόϊσμα των φύλλων και τα χινοπωριάτικα χρώματα
Τις μουσικές και τους στίχους που με σημάδεψαν,
Τα όνειρα που πρόλαβα να πραγματοποιήσω...
αλλά και τα άλλα..
Θα ρίξω μέσα του κι ένα χαμίνι σύγνεφο
για το σεργιάνι στις ξαστεριές του γαλαξία
...............................................................
Κι ύστερα
Θα γύρω πάνω του
και βυθισμένος στη φλύαρη τη γλώσσα της σιωπής
θα ξυπνήσω Καθαρμένος,
Αναγεννημένος,
και Νικητής !!!





ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/dimitris.bekos.77?fref=ts





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΔΙΟΤΙΜΑ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Ο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ''ΝΕΚΥΙΑ''