Ο ΑΓΕΛΑΔΑΡΗΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΙΟΥ XASΑΝ


ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΑΛΑΚΙΔΗΣΕκπαιδευτικός
Lulediellit, 26 Σεπτέμβρη 2017
















                                                                                 
Τους Ρομά του χωριού μου δεν τους γνώρισα μέσα στα τσαντίρια (çadır), όπως τους έζησε και τους ζει, εν μέρει, ο περισσότερος κόσμος. Είχανε εγκατασταθεί σε μικρά χαμόσπιτα, άλλα φτιαγμένα πρόχειρα από τους ίδιους και άλλα πολύ παλιά παραχωρημένα από τους συγχωριανούς μου, από εσωτερικούς ή εξωτερικούς μετανάστες.
Μια από τις οικογένειες Ρομά του χωριού μου έμενε, πριν καταρρεύσει, στο εγκαταλειμμένο ιστορικό σπίτι της θείας Δέσπως - αδερφή του πατέρα μου - που ζούσε τότε στην Αυστρία.


Ο Hasan ήτανε τότε, όταν εγώ φοιτούσα στο γυμνάσιο Ορεστιάδας, γύρω στο τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του. Αδύνατος, κοκαλιάρης, καχεκτικός, φιλότιμος, ευγενέστατος και εργατικός. Μεταξύ των άλλων περιστασιακών εργασιών που αναλάμβανε για να συντηρήσει την οικογένειά του, ήτανε κι αυτή του αγελαδάρη, μάλλον η κυρίως εργασία του, κατά τους μήνες της άνοιξης και του καλοκαιριού. Αν δεν κάνω λάθος, η σεζόν έπιανε τον Αϊ-Δημήτρη.

                                                                                 

Πολλές αγελάδες είχε το Χειμώνιο εκείνη την εποχή, αυτές που ζεύονταν κι άλλες για την αναπαραγωγή. Σημαντικότατο οικονομικό συμπλήρωμα τα έσοδα πώλησης ενός μόσχου στο πενιχρό ταμείο του αγρότη.
Το πατρικό μου σπίτι βρίσκεται στο κέντρο του Χειμωνίου, δίπλα στην πλατεία, όπως η Ομόνοια ή το Σύνταγμα στην Αθήνα. Μόνο που στο χωριό δεν έβλεπες εύζωνες και προεδρική φρουρά, ούτε γλυκά σιροπιαστά σε καταστήματα πολυτελή. Μπόλικες κοπριές, οι τελευταίες, φαντάζομαι, από χόρτα που είχανε βοσκήσει την προηγούμενη μέρα τα ζωντανά στον κάμπο του Χειμωνίου.
Πριν την αναχώρησή τους για το καθημερινό, μικρό ταξίδι, αφήνανε πίσω τους αμέτρητες νάρκες, πάνω στις οποίες μπορούσες να κάνεις θερινό σκι, χωρίς ειδικά πέδιλα και χωρίς πληρωμή. Στην ηλικία που βρισκόμουν, δε με ενοχλούσε καθόλου αυτή η κατάσταση. Ούτε η μυρωδιά ούτε το θέαμα, συνηθίζει κανείς και τα θεωρεί όλα αυτονόητα.
Στην πλατεία, λοιπόν, που δεν ήτανε αυτή που είναι σήμερα, μάζευε ο Hasan τις αγελάδες των συγχωριανών μου, για να τις οδηγήσει στη βοσκή. Σφύριζε από τη μια, σφύριζε από την άλλη για να τις μαζέψει στο κέντρο.
Ο κάθε νοικοκύρης ή η κάθε νοικοκυρά έφερνε δυο τρεις και καμιά φορά περισσότερες αγελάδες στον άρχοντα των ζώων που ήτανε ο Ρομά Hasan. Όχι μόνο αυτός, αλλά κι εγώ είχα μάθει ποιο ζώο ανήκει σε ποια οικογένεια. Όπως ένας βοσκός προβάτων γνωρίζει τα ζωντανά του με τα ονόματά τους (Μαυρούλα, Ασπρούλα, Μαντζάρω, το κριάρι ο Τζίμης ο πηδηχτούλης... κτλ). Μάλιστα με τη φαντασία μου παρομοίαζα μια συγκεκριμένη αγελάδα με ένα μέλος της οικογένειας από την οποία προερχόταν. Η καφετιά έμοιαζε με τη γιαγιά του τάδε νοικοκυριού, η απρόμαυρη στο αφεντικό με τα μεγάλα αυτιά.
Ο αριθμός των ζώων μπορεί να ξεπερνούσε το νούμερο εκατό, ίσως και παραπάνω. Μόλις φαινόταν ο ήλιος απέναντι στους λόφους του Μεγάλου Ζαλουφιού, πατρίδα των προγόνων μου, με ένα σύνθημα που μόνο ο Ρομά Hasan γνώριζε και το οποίο γνώριζαν και οι αγελάδες, ξεκινούσανε όλες μαζί, συνήθως για τον κάμπο, σπανιότερα στα μπαΐρια (λόφους). Είχε μεγάλη ευθύνη ο αγελαδάρης για τα ζώα που είχε αναλάβει να τα οδηγήσει στη βοσκή. Με ανεξήγητο, μαγικό τρόπο θα έλεγα, έκανε κουμάντο τα ζωντανά, πηγαίνοντας αριστερά και δεξιά, για να μην χάσει τον έλεγχο. Ήτανε υπεύθυνος για τις ζημιές που θα έκανε το ζώο στα σπαρτά των συγχωριανών του. Οι αγροφύλακες είχανε τότε δύναμη. Στο άλογο καβάλα, με ξύλο στο χέρι που καμιά φορά το χρησιμοποιούσανε. Σήμερα φαίνεται αυτό υπερβολικό, αλλά εκείνα τα χρόνια έπεφτε η ράβδος, ιδίως σε εμάς τους πιτσιρικάδες, σε περίπτωση που κάναμε ζημιές στις καλλιέργειες.
Εγώ έδειχνα μεγάλο θαυμασμό στον Hasan, γιατί είχα τη σύγκριση με τις δικές μου αγελάδες που κατά καιρούς αναλάμβανα τη φροντίδα τους. Ήτανε π.χ. στον παππού μου γύρω στις οχτώ και μετά δυσκολίας μπορούσα να τις κουμαντάρω. Ίσως επειδή ήμουνα μικρός, και αυτό το καταλαβαίνουν οι αγελάδες.
Μετά το μικρό ανάχωμα, μέχρι το μεγάλο, κατά μήκος του Έβρου ποταμού, ο κάμπος του Χειμωνίου είναι αρκετά μεγάλος με πλούσια τροφή. Στο ίδιο το μεγάλο ανάχωμα η βοσκή απαγορευόταν αυστηρώς, για να μην φθαρεί και χαλάσει. Είχε φτιαχτεί τον καιρό που ήτανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπουργός Δημοσίων Έργων. Εκείνη την εποχή δεν ήξερα, δεν είχα καταλάβει, δε μου το είχε εξηγήσει κανένας. Απλά απαγορεύεται και τίποτα άλλο. Και είχε καλό χόρτο στο ανάχωμα, σωστή πρόκληση για τον αγελαδάρη και για τα ζώα.
Αυτό που δεν κατάλαβα μέχρι σήμερα, είναι πώς ο Ρομά Hasan τα έβγαζε πέρα με τα οικονομικά του, αφού οι οικογένειες τον πληρώνανε με το κεφάλι του ζώου και μάλιστα στο τέλος της σεζόν. Αυτό από την πλευρά του αγρότη ήτανε ευνοϊκό και σχετικά εύκολο, γιατί με τη σοδειά που έβγαζε είχε μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια. Είτε σε μετρητά είτε σε είδος, ο αγελαδάρης αποζημιωνόταν ανάλογα με τη συμφωνία που είχε κάνει την άνοιξη. Πώς τα έβγαζε αυτός ο άνθρωπος πέρα, όλους αυτούς τους μήνες σε μια τόσο επίπονη εργασία;
Όταν είσαι μικρός, δεν κάνεις τέτοιες σκέψεις. Θεωρούσα την εργασία του ζηλεμένη που συνοδεύεται από ελευθερία, ζωή στη φύση, με τις πεταλούδες, τις ακρίδες, τα πουλιά, προπαντός τους ερωδιούς, που τους θαυμάζω για την υπομονή τους και τη σβελτάδα τους, τα αγριολούλουδα, το νερό του ποταμού Έβρου, όπου έμαθα να κολυμπώ, χωρίς να πάρω ποτέ κανέναν έπαινο, όπως παίρνουν τώρα τα παιδιά. Ήθελα να τον ακολουθήσω στην πορεία του, γιατί φανταζόμουν πως η δουλειά του συνδυαζόταν με περιπέτεια. Αυτός, όμως, ήξερε τι μου έλεγε: «Τάσιο, πάνε στο σχολείο να μάθεις γράμματα, άσε εμένα!»
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά πώς τελικά μένουνε στο μυαλό ενός ανθρώπου όλες αυτές οι εικόνες και μάλιστα με λεπτομέρεια; Όπως το τατουάζ στο δέρμα, όπως η μαντινάδα στο κρητικό μαχαίρι. Και θέλουνε να βγούνε από μέσα σου, όπως το κελάηδημα ενός αηδονιού, όπως το γάβγισμα ενός σκύλου. Να τα πεις, να τα γράψεις για κάποιον που έχει αυτιά να τα ακούσει, μάτια να τα διαβάσει, καρδιά να τα καταλάβει.



Πριν αρκετά χρόνια ο αγελαδάρης Hasan δεν αισθανόταν καλά. Υπέφερε από το στομάχι του. Αυτό μου είπανε στο χωριό μου.
Η υγεία του είχε επιδεινωθεί. Κι επειδή η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στην πατρίδα μου είναι αυτή που είναι, δεν είχε χρήματα να πάει στο γιατρό. Ζήτησε από κάποιον συγχωριανό μου να πάει να εξεταστεί και να πάρει φάρμακα.



Δεν του έδωσε, γιατί νόμισε πως του λέει ψέματα, πως θα είναι δανεικά και αγύριστα. Έφυγε ο Hasan χωρίς δραχμή. Μετά από λίγες μέρες ο αγελαδάρης Hasan πήρε την πορεία για το μεγάλο ταξίδι, αυτή τη φορά όχι για τον κάμπο του Χειμωνίου. Μετάνιωσε για την πράξη του ο συγχωριανός μου και μου είπε πως έχει τύψεις που δεν του έδωσε χρήματα να πάει να γιατρευτεί!



                                                                           





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΔΙΟΤΙΜΑ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Ο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ''ΝΕΚΥΙΑ''