Λιαντίνης – το τσακάλι και το λαγουδάκι
Ένα λευκό τσακάλι κυνηγά ένα λευκό λαγουδάκι. Στις απέραντες χιονισμένες στέπες του Καναδά. Το σαρκοβόρο είναι πεινασμένο και άγριο ως την άκρη των νυχιών κι ως την άκρη της τρίχας του. Το λαγουδάκι το αλαλιάζει τρελός ο φόβος του θανάτου. Τρέχει σα σφαίρα. Το ένστικτο του ολέθρου, που πλακώνει, πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις φυγής στο αθώο ζώο. Η οργή της πείνας, που δεν αντέχεται, πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις καταδίωξης του αγριμιού. Πόλεμος φρικαλέος χωρίς όρια και χωρίς όρους ξετυλίγεται στο πεδίο της φύσης. Παρακολουθούμε τη σκηνή στην οθόνη. Ένα μόλις πήδημα χωρίζει το χορτοφάγο από το σαρκοβόρο. Τα δόντια του κακού ζουλαπιού λάμπουνε λευκοπυρωμένα καρφιά στην παγωνιά. Το δέρμα του τρυφερού λαγού το ταράζουν ριπές από έξαλλες φρικιάσεις. Νιώθει κιόλας στη ράχη του το αγκομαχητό του αγριμιού. - Μη! φωνάζουμε έντρομοι. Όχι! Να σωθεί το αθώο άκακο ζώο. Να μην ιδούμε να το σπαράζουν τα ιδρωμένα δόντια. Να μην ιδούμε τη σάρκα του πώς ξεσκίζεται. Τα ποδαράκια του...