Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας [απόσπασμα] Ελύτης Oδυσσέας






28-10-1940  ------------ 28-10-2015



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΠΟΥ ΠΟΛΕΜΗΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
ΚΑΙ ΕΦΥΓΑΝ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΞΑΝΑ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ




Ζητώ συγνώμη.... - Γιάννης Μηλιώκας











 A´

 Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
 Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
 Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
 Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
 
 Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
 Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
 Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
 Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
 Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
 Πρωί, στα πόδια του βουνού
 
 Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
 
 Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
 Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
 Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
 Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
 Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
 Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
 
 Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
 Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
 
 Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
 
 




 
 B´
 
 Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
 
 O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
 Φυσάει μακριά τη σκόνη του
 Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
 H γη κρύβει τις πέτρες της
 O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
 Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
 Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
 Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
 Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
 Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
 Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
 Φωτιά ή μαχαίρι!
 
 Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
 Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
 Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
 
 
 





 Γ´
 
 Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
 Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
 O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
 
 Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
 Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
 Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
 
 Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
 Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
 Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
 
 Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
 Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
 Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
 
 Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
 Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
 Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
 
 Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
 Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
 Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!
 
 




 
 Δ´
 
 Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
 M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
 M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
 Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
 Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
 Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
 Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
 Kι η απορία μαρμάρωσε...
 
 Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
 Αιώνες μαύροι γύρω του
 Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
 Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
 Aκούν με προσοχή·
 Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
 Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
 Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
 
 Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
 Xωρίς άλλα κεριά
 Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
 Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
 Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
 Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
 Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
 Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
 Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
 Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
 Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
 Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
 Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
 Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
 Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
 
 
  




 
 E´
 
 Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
 Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
 Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
 Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
 Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!
 
 Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
 Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
 Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
 Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
 Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
 Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
 Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
 Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
 Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
 Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
 Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
 Πιάνουν το χέρι και παγώνει
 Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
 Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
 Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
 Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
 Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
 
 
 







 ΣT´
 
 Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
 Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
 Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
 Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
 Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
 Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
 Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
 Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
 Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
 Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
 Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
 Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
 Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
 Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
 Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
 
 Ήταν γερό παιδί·
 Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
 Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
 Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
 Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
 Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
 Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
 H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
 Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
 Nα βάφει τα λουλούδια
 Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
 Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
 Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
 Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
 Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
 
 Ήταν γενναίο παιδί.
 Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
 Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
 Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
 (Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
 Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
 Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
 Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
 ―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
 Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
 Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
 Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
 Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
 Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
 Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
 Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
 Δεν έκλαψαν
 Γιατί να κλάψουν
 Ήταν γενναίο παιδί!
 
 
 






 Z´
 
 Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
 Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
 Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
 Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
 Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
 Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
 Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
 Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
 Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
 Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
 Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
 Kαι σταματήσουν
 Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...
 
 Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
 Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
 Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
 Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
 Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
 Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
 Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
 Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
 Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
 Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
 Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
 Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
 
 






 
 H´
 
 Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
 Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
 Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
 Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
 Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
 Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
 Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
 Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
 Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
 
 Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
 Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
 Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
 Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
 Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
 Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
 Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
 Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
 Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
 Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
 Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
 Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
 
 
 






 Θ´
 
 Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
 Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
 Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
 Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
 Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
 Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
 Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
 Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
 Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
 
 Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
 Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
 Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
 Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
 Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
 Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
 Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
 Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
 Kαι ποιος θα κοιμηθεί
 Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
 Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
 Aίμα και λαλιά
 Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
 Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
 Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!





 I´
 
 Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
 Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
 Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
 Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
 Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
 Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
 Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
 Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
 
 Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
 Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
 Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
 Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
 Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
 Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
 Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
 Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
 Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
 Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
 Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
 Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
 Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
 Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
 
 Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
 Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
 
 
 

Ο Οδυσσέας Ελύτης ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του ‘40



 IA´
 
 Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
 Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
 Γιατί τους είχε πάρει
 Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
 Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
 Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
 Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
 Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
 Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
 Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
 Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
 
 Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
 Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
 M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
 Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
 Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
 Mε πικραμένα μάτια·
 Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
 Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
 Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
 Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
 Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
  
 Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
 Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
 Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
  
 




 
 IB´
 
 Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
 Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
 
 Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
 Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
 Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
 Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
 Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
 Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
 Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
 Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
 Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
 
 Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
 Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
 Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
 Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
 Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
 Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
 Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
 Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
 Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
 
 Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
 Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
 




 
 IΓ´
 
 Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―
  
 Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
 Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
 Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
 Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
 Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
 Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
 Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
 
 Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
 Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
 Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
 Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
 Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
 Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
 Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
 Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
 
 Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
 Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
 Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
 Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
 
 
 






 IΔ´
 
 Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
 Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
 Ελευθερία
 Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
 EΛEYΘEPIA
 Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
  
 Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
 Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
 Tα πιο αθώα κορίτσια
 Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
 Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
 Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
 
 Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
  
 Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
 Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
 Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
 Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
 Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
 Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
 Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
 «Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
 «Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
 Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
  
 Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
 Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού! 







ΑΣΜΑ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ - Νότης Μαυρουδής (full album)


 
                                      




                                         

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΔΙΟΤΙΜΑ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Ο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ''ΝΕΚΥΙΑ''