ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΚΟΥ ''ΑΝΤΑΜΩΜΑ ΣΕ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ''




Και στέριωσε τους καλά μεσ΄ το μυαλό σου.Στο δρόμο τσ΄ αρετής, πορεύεσαι αμάλαγος
και πεθαίνεις στερημένος.

ΤΡΕΙΣ ΕΙΝ΄ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ. ΤΡΕΙΣ.


Στην άψη της νιότης μου,
κίνησα να στορίσω σ΄ ένα σαραντάπηχο εκατοχρονίτη βοσκό,
τους δύο δρόμους που ΄πρεπε να διαλέξει ο μυθικός Ηρακλής.
...
Μ΄ αγριοβλεφάρισε και μ΄ έκοψε:
"Δε κατέχω, ντελικανή μου, ίντα λεν οι φυλλάδες,
Μα οι δρόμοι, δεν είναι Δυό.
Τρεις είναι. Τρεiς.
Και στέριωσε τους καλά μεσ΄ το μυαλό σου.
Στο δρόμο τσ΄ αρετής, πορεύεσαι αμάλαγος
και πεθαίνεις στερημένος.
Απαρνιέσαι το γέλιο κι ούλες τις χαρές της γης,
καρτερώντας τον Άγιο Πέτρο να σ΄ ανοίξει την πόρτα.
Στο τέλος σ΄ απομένον οι πόνοι στα γόνατα και στη μέση
και μπόλικο λιβάνι, μπας κι΄ αγιάσεις.
Έχεις δει καμιά εικόνα Άγιου να γελάει; Να χορεύει;
Ούλοι αυτοί δεν βρίσκονται στο παράδεισο, κατά πως λεν;
Τότε γιατί έχουν φάτσες αυστηρές, θλιμμένες,
λες και το μετάνιωσαν;
Στης κακίας το δρόμο ρίχνεσαι σούμπητος
στις χαρές του κορμιού,
η καρδιά σαπίζει
κι η ψυχή δε βρίσκει λιμάνι ν΄ αναπαυτεί.
Ο τρίτος δρόμος,
είν΄ του Οδυσσέα, αν τον έχεις ακουστά.
Ταξιδιάρης, που ΄ζησε ούλη την περιπέτεια της ζωής.
Θαλασσοπνίγηκε στα νερά της δημιουργίας,
της περιέργειας, της γνώσης, του Έρωτα.
Τα ΄βαλε με Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες,
Πέρασε από Σειρήνες και ξώμεινε στης Κίρκης τα παλάτια.
Ανέβηκε στα ουράνια και κατέβηκε στον Άδη.
Μπήκε στη μάχη να κουλαντρίσει το νου,
την καρδιά και ο κορμί.
Κανένα μπροστά, κανένα πίσω.
Κι ούλα αντάμα βγήκαν στην Ιθάκη,
τ΄ απάνεμο λιμάνι της ψυχής".
Ορθοκόρμησε ο γεροβοσκός, ισιώνοντας τη μουστάκα.
"Μα έχει κι άλλο.
Κάποιοι λεν, πως ο Οδυσσέας γύρισε στην Ιθάκη,
σκότωσε όλους τους οχτρούς,
πήρε το σκήπτρο του
και Βασίλεψε ειρηνικά.
Άλλοι όμως ιστορούν,
πως ο Οδυσσέας, πλάνταξε μες την ακινησία,
αρμάτωσε το τρεχαντήρι του και,
μια μέρα ξαναξανοίχτηκε στο πέλαγο.
Περιπλανήθηκε για δέκα ακόμη χρόνια, κατά πως λεν,
μα τούτη τη φορά δεν έκλεισε τ΄ αυτιά του,
μήτε δέθηκε σε κατάρτι.
Ακουρμάστηκε το τραγούδι απ΄ τις Σειρήνες,
μα κρατούσε άθικτη την ψυχή του.
Τέντωνε μάτια, αυτιά, ρουθούνια,
άνοιγε τσ΄ απαλάμες του, πλατάγισε τη γλώσσα
και γιόμωναν τα σπλάχνα του δροσιά.
Το μυαλό του γιόμιζε με φως.
Ούτε αρετή, μήτε κακία".
Σίγησε.
Χάιδεψε την ψαριά του γενειάδα.
Ξεχείλισε τα πνεμόνια του με φρέσκο αέρα.
Το διπλόφαρδο μαλλιαρό του στήθος φούσκωσε.
Λιθαρακροπατώντας,
Βγήκε αμίλητος, τελετουργικά ως τ΄ αγνάντι.
Φέρνει το χέρι αντήλιο
και αρχίζει να ξανοίγει πέρα μακριά, πολύ μακριά.
Κι η ματιά του αρμένισε
στ΄ απέραντο γαλάζιο.
Γέμισε χελιδόνια η καρδιά μου...




Την απίθωσε απαλά πάνω στην άμμο σ΄ απόμερο ακρογιάλι.
Να τη ραντίζει το νερό της Θάλασσας
για να μη φλέγεται σαν πυρκαγιά, ...
αλλά αργά, βασανιστικά,
σα μικρό λυχναράκι.



ΜΑΛΑΜΟΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Την απίθωσε απαλά πάνω στην άμμο σ΄ απόμερο ακρογιάλι.
Να τη ραντίζει το νερό της Θάλασσας
για να μη φλέγεται σαν πυρκαγιά, ...
αλλά αργά, βασανιστικά,
σα μικρό λυχναράκι.

Οι καμπύλες του κορμιού της, το πρόσωπο, ο λαιμός,
πότε αντιφέγγιζαν απαλά το μαλαμοκαπνισμένο φώς του φεγγαριού
και πότε χάνονταν κάτω απ΄ τον φλεγόμενο ίσκιο του αρσενικού.
Σα να πέθαινε και να γεννιόταν την ίδια στιγμή.
Ολάκαιρη η τρυφερή ηδονή,
είχε κατέβει στα μήλα των δαχτύλων του.
Γινόταν ορατός κι αόρατος απ΄ το μεγάλο πόθο.
Ένοιωθε την αναμμένη παλάμη του ν΄ αρμενίζει βασανιστικά
στους κυματισμούς του κορμιού της.
Ιερό μεθύσι.
Κι όσο την τρυγούσε με την άκρη των χειλιών,
την είδε να σαλεύει.
Τρούλωσαν ελαφρά οι κόρφοι της.




Κι έφτιαξαν,
το Σταυροφορούντα "Στρατό του Θεού",
Του Αλλάχ,
του Ιεχωβά...
Οι Πιστοί, αναβαπτίστηκαν σε "Οι Μαχητές της Πίστης".
"Ιεροί Πόλεμοι".



Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Οργή, μίσος, ωμή βία, εκδίκηση, Θάνατος.
Γιατί τους έπεισαν ότι ο καθένας τους,
είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού....
Ότι ο παράδεισος είναι αποκλειστικά δικός τους.
Ιουδαϊκός, Χριστιανικός, Ισλαμικός,
Του Αρχιραβίνου, του Πάπα, του Πατριάρχη, του Ιμάμη,
Του Λούθηρου, Του Αγιατολάχ, του Καλβίνου...
των εικονοκλαστών, των εικονολατρών, των προτεσταντών, των σιιτών..

Ο Θεός, κατακερματισμένος,
μετασχηματίστηκε εύκολα και έντεχνα σε Λατρεία.
Κι απώλεσε την Ουσία του.
Έγινε εργαλείο στα χέρια της Εξουσίας.
Κι η Πολιτική Εξουσία,
επενδύθηκε με Θρησκευτική ορολογία.
Έκτοτε, "Θεός" κι η πατρίδα, συνεργάζονται με τους αφέντες,
τους Θεοέμπορους και τους καλοζωισμένους.
Κι έφτιαξαν,
το Σταυροφορούντα "Στρατό του Θεού",
Του Αλλάχ,
του Ιεχωβά...
Οι Πιστοί, αναβαπτίστηκαν σε "Οι Μαχητές της Πίστης".
"Ιεροί Πόλεμοι".
Αλλόθρησκοι , αλλόδοξοι, αλλόγλωσσοι, πιστοί, άπιστοι, μισαλλόδοξοι...
Αδυσώπητο το μίσος.
Κι όμως,
η λέξη Ειρήνη, Σαλάμ, Σαλόμ,
είναι στα χείλη όλων των ΑΝΘΡΩΠΩΝ.


small golden bee
Ο πρώτος κούκος είχε προγκίξει το χειμώνα,
κι έσερνε κοντά του την επιβλητική θυγατέρα της Μάνας Γης :
Την ανθοφόρα Άνοιξη.



Ν΄ ΑΝΕΒΑΙΝΕΤΕ ΑΝΤΑΜΑ.

Ο πρώτος κούκος είχε προγκίξει το χειμώνα,
κι έσερνε κοντά του την επιβλητική θυγατέρα της Μάνας Γης :
Την ανθοφόρα Άνοιξη.
...
Στα ριζά ενός πευκόφυτου βουνού,
ένας τριαντάρης τράβαγε το μονοπάτι.
Τρεις μελισσούλες γύρω του
πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι.
Έσκυβαν κι οσμίζονταν, χάιδευαν, θωρούσαν,
μεθυσμένες απ΄ τη γύρη της Μεγάλης Κυράς.
Ξαφνικά,
εκείνος σκόνταψε σ΄ ένα λιθάρι.
Κι εκείνο πρόθυμα ορθανανασκέλωσε
σαν πυρωμένο θηλυκό καβούρι.
Στην κοιλιά του κρυβόταν ένα χαρτάκι.
Σκύβει και το παίρνει στα χέρια του.
"Κοπιάστε μελισσούλες μου
ν΄ ακούστε τι γράφει τούτο το χαρτάκι
που ήταν χρόνια αρίθμητα κρυμμένο
κάτω απ΄ τ΄ ανασκελωμένο λιθάρι".
Εκείνα έφτασαν:
"Διάλεξα εσάς, για να εμπιστευτώ τον αρχαίο κρυμμένο θησαυρό.
Ανηφορήστε τρία βήματα και σηκώστε τη μουσκλιασμένη πέτρα".
"Τρέξτε , ψάξτε μελισσούλες μου. Ο Κρυμμένος θησαυρός είναι δικός σας".
Κι άλλο χαρτάκι.
"Τραβάτε κατά κει που γέρνει ο ήλιος.
Στα δέκα βήματα, στη ρίζα του μεγάλου γεροπεύκου".
Η μεγάλη μελισσούλα έκανε δέκα, η πιο μικρή επτά.
Το τεράστιο όμως πεύκο ήταν αλάθητο σημάδι.
Έμαθαν να πορεύονται με τον ίδιο βηματισμό.
Κι από πέτρα σε λιθάρι,
κι από δεντρί σε θάμνο,
σε ασφάκα, σε θυμάρι...
- κι όπου το μικρό μελισσόπουλο δυσκολευόταν το βοηθούσαν -
οδηγήθηκαν ψηλά στην κορφή,
μπροστά από μια σπηλιά.
Σήκωσαν και τα τρία μαζί τη μεγάλη πλακόπετρα.
Κι από κάτω ένα μικρό σεντουκάκι κι ένα χαρτάκι που ΄γραφε:
"Ο θησαυρός είναι τώρα καταδικός σας".
Με χέρια τρεμάμενα, άνοιξαν το μαγικό κασελάκι,
και στο βάθος, τρία μπρούτζινα θυμητάρια.
Άρχισαν να χοροπηδούν τρελά απ΄ τη χαρά τους.
"Βρήκαμε τον κρυμμένο θησαυρό. Σε μας τον εμπιστεύτηκαν".
"Μα ποιός τον είχε κρύψει εδώ, πατέρα;"
"Αυτός που γραίκιαζε πολύ πολύ παλιά,
σε τούτη εδώ τη σπηλιά, μελισσούλες μου.
Τον λέγαν Πάνα, κι ήταν Θεός των Βουνών και των Δασών".
"Μα πατέρα, τα χαρτάκια είναι καινούρια".
"Αν πάλιωναν, μελισσούλες μου, δε θα τα ΄χε γράψει Θεός", αποκρίθηκε,
και γυρίζοντας την πλάτη του στη είσοδο της σπηλιάς,
φέρνει το χέρι αντήλιο κι άρχισε αγναντεύει πέρα μακριά,
πολύ μακριά, ακίνητος και σιωπηλός.
ΟΙ μελισσούλες παρακολούθησαν τη ματιά του.
Τους έδειξε τι να κοιτάξουν,
όχι τι να δούν.
"Κοίτα τον πορτοκαλοκίτρινο ουρανό!
Τα χρώματα της θάλασσας, εκεί στο βάθος!
Πως το λεν το βουνό απέναντι;
Τι πουλί είν΄ αυτό που γλυκολαλεί;
Τ΄ αεράκι... Δες, το ρεματάκι που περάσαμε!
Πόση μεγαλοπρέπεια η Μονή του Δαφνιού, από ψηλά, πατέρα...".
Τα μάτια του καλύφτηκαν από μια γλυκιά άχνα.
"Αυτός είναι ο ΤΡΙΤΟΣ θησαυρός
που σας χάρισε ο Πάνας, μελισσούλες μου:
Να ψάχνετε, να γροικάτε, να οσμίζεστε,
ν΄ αγγίζετε, να δοκιμάζετε γύρω σας,
και να βλέπετε μακριά".
" Κι ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ, πατέρα;"
"Ν΄ ανεβαίνετε, μελισσούλες μου.
Ν΄ ανεβαίνετε αντάμα".





Δημητρης Μπεκος

Ο Δημήτρης Μπέκος γεννήθηκε το 1950 στη Συκιά Φωκίδος και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Σπούδασε "Langue et Litterature Francaises" στο Πανεπιστήμιο της Rennes και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία, με εξειδίκευση στις "Ph. Sciences et Theories des formes de l' Education" στο Πανεπιστήμιο του Strasbourg.
Έχει παρακολουθήσει σε διάφορα Πανεπιστήμια κύκλους σπουδών που αφορούν στη Λογοτεχνία (συγκριτική λογοτεχνία, κριτική λογοτεχνίας), στη Λαογραφία (μυθολογία των λαών της λεκάνης της Μεσογείου, Ελληνικό δημοτικό τραγούδι), στη Φιλοσοφία (αρχαία ελληνική φιλοσοφία), στη Ψυχολογία - Κοινωνιολογία (συμπεριφορισμό, ψυχοκριτική), έχει εκπονήσει αρκετές μελέτες και δίνει σειρά διαλέξεων.
Υπηρέτησε επί σειρά ετών στην Εκπαίδευση και στο Δημόσιο, σαν έφορος βιβλιοθηκών και πινακοθηκών.
Το 1975 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο και από τότε ασχολείται συνεχώς με τη συγγραφή και την έρευνα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΔΙΟΤΙΜΑ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Ο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

ΑΙΣΧΎΛΟΣ- ΛΟΥΚΑΣ ΘΑΝΟΣ ....ΠΕΡΣΕΣ