«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θ’ αποθάνω!».





24 Απριλίου 1821- η φρικτή εκτέλεση του αγωνιστή Αθανάσιου Διάκου

«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θ’ αποθάνω!».

Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ηρωικός αγωνιστής και μάρτυρας κι ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε γύρω στο 1788 (σύμφωνα με άλλη εκδοχή το 1782). Ο τόπος γέννησης του Αθανάσιου Διάκου, αποτελεί σημείο τριβής και διεκδικείται από δύο χωριά, την Άνω Μουσουνίτσα και την Αρτοτίνα. Και τα δυο, χωριά της Φωκίδος.
Το βέβαιο είναι ότι ο Διάκος έλκει την καταγωγή του και στα δυο χωριά. Ο πατέρας του ήταν από την Μουσουνίτσα και η μητέρα του από την Αρτοτίνα.
Σημείο τριβής, αποτελεί και το πραγματικό επώνυμο του Διάκου. Αναφέρονται τα Μασαβέτας (γράφεται και Μασσαβέτας) και Γραμματικός. Από εκεί και πέρα υπάρχει μια αμφισβήτηση μεταξύ αρκετών ιστορικών, με στοιχεία που συχνά αντικρούονται μεταξύ τους, τόσο για το γενεαλογικό δέντρο του Διάκου, κυρίως απ’ την πλευρά του πατέρα του, όσο και για τον τόπο γέννησης και διαμονής του (παρατίθενται κάποιες γνώμες στο τέλος του κειμένου).
Το πιο πιθανό είναι, βάσει των στοιχείων, ότι ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στην... Αρτοτίνα και το κανονικό όνομα του πατέρα του ήταν Γεώργιος Γραμματικός.



Ο Διάκος ήταν εγγονός ενός ντόπιου Κλέφτη, του Νικόλαου Γραμματικού, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους. Ο πατέρας του Διάκου τότε, φοβούμενος για τη ζωή του, κατέφυγε σαν ψυχοπαίδι στον θείο του Αθανάσιο Γραμματικό, έναν εύπορο κάτοικο της Αρτοτίνας, ο οποίος ατύπως τον υιοθέτησε. Έτσι ο Γεώργιος Γραμματικός, εμφανίζεται και με το επώνυμο Ψυχογιός (περισσότερο παρατσούκλι, λόγω της άτυπης υιοθεσίας). Ο Γεώργιος Γραμματικός, όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε την Χρυσούλα Καφούρου κι έκαναν 5 παιδιά μεταξύ των οποίων και τον Αθανάσιο Διάκο.

Αργότερα, όταν ο Αθανάσιος Γραμματικός πέθανε, ο πατέρας του Διάκου κληρονόμησε ένα κοπάδι πρόβατα και μια στάνη για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του.
Η μοίρα όμως ήταν σκληρή με την οικογένεια. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του Διάκου να εφοδιάζει τους ξεσηκωμένους Κλέφτες με τρόφιμα. Έτσι οδήγησαν τόσο αυτόν όσο κι έναν εκ των αδερφών του Διάκου, τον Απόστολο, στο Παντρατζίκι Φθιώτιδος, την σημερινή Υπάτη, όπου τους κρέμασαν.

Κατατρομαγμένη η μάνα του Διάκου
, πήγε το 12χρονο παιδί της και το εμπιστεύτηκε στους καλόγερους του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στην Αρτοτίνα. Πέραν όμως του φόβου της μάνας, υπήρχε και μια ακόμη σκοπιμότητα. Μετά την οικονομική καταστροφή, η χειροτονία του νεαρού Θανάση επιβάλλονταν πλέον και για λόγους βιοποριστικούς, καθώς στα μοναστήρια, λόγω των ειδικών σχέσεων που είχαν αυτά με τους Τούρκους, ζούσαν πιο άνετα σε σχέση με τους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες.

Εκεί ο Διάκος διδάσκεται από κάποιον μοναχό την Οκτώηχο και το Ψαλτήριο. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του χειροτονήθηκε διάκονος, με το ιερατικό όνομα «Άνθιμος» και κράτησε από τότε για επίθετό του τον ιερατικό του βαθμό (Διάκος).

Ο Διάκος περιγράφεται ως άτομο μετρίου αναστήματος, με ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά, προσεγμένη ενδυμασία και σοβαρό βλέμμα, ιδιαίτερα ευκίνητος και γοργός στα πόδια, ενώ ήταν και άριστος στη σκοποβολή.
Ήταν διάκονος ακόμα, όταν κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Αρτοτίνα πυροβόλησε στον αέρα μαζί με άλλους χωρικούς που διασκέδαζαν. Από τους πυροβολισμούς εκείνους σκοτώθηκε ο γιος της Κουτσογιάννενας, από ισχυρή οικογένεια της Κωσταρίτσας, χωριού της Δωρίδας. Για το φόνο εκείνο θεωρήθηκε ένοχος ο Διάκος και καταδιώχτηκε.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Διάκος σ’ αυτόν τον γάμο αναγκάστηκε αμυνόμενος να σκοτώσει έναν Τούρκο, όταν αυτός ένιωσε προσβεβλημένος που ηττήθηκε απ’ τον Διάκο σε επιτόπιο διαγωνισμό σκοποβολής.
(Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και εντυπωσιασμένος απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού, του έκανε άσεμνες προτάσεις. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε.)
Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει Κλέφτης, καταφεύγοντας στο «λημέρι» του ξακουστού στη Δωρίδα Κλέφτη Τσαμ Καλόγερου, ανάμεσα στα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Στην μάχη της Ζελίστας, ο Διάκος σκότωσε με ένα κλαδί έναν Τούρκο και του πήρε τον οπλισμό του, κατακτώντας έτσι και τον τίτλο του Κλέφτη.
Παρ’ όλη την παλληκαριά του όμως, φαίνεται ότι η χριστιανική του πίστη τον ήλεγχε ακόμη κι έτσι, νομίζοντας πως ο φόνος ξεχάστηκε, επιστρέφει στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, όπου και διαμένει για έναν χρόνο (συνολικά καλογέρεψε για 12 χρόνια). Μετά από προδοσία όμως, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, την ώρα του πανηγυριού τον συνέλαβαν. Σιδηροδέσμιος οδηγήθηκε στο Λιδωρίκι, όπου ο Φερχάτ πασάς διέταξε να κρεμαστεί την επόμενη μέρα. Το βράδυ, ο Διάκος κατάφερε να δραπετεύσει με την βοήθεια του Κλέφτη Καφέτσου.

Επειδή ο Τσαμ Καλόγερος είχε σκοτωθεί, το απόσπασμά του χωρίστηκε σε τρία μικρότερα αποσπάσματα. Ο Διάκος είχε διασυνδεθεί με τον Γούλα Σκαλτσά, έναν συχωριανό του από την Αρτοτίνα και έγινε πρωτοπαλίκαρό του. Όταν ο Σκαλτσάς πήρε το αρματολίκι του Λιδωρικίου, ο Διάκος είχε στον έλεγχό του όλη την περιοχή από τον Μόρνο ως τα ορεινά της Ηπείρου, δείχνοντας σύντομα τα διοικητικά του προσόντα. Οι σχέσεις των δυο αντρών κράτησαν για λίγο. Ο Διάκος στην συνέχεια πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα), στον Κοσμά Σουλιώτη. Εκεί βρήκε ένα φιρμάνι του Αλή πασά που έλεγε να τον «χαλάσουν». Ο Σουλιώτης που του αποκάλυψε περιεχόμενο του φιρμανιού, τον συμβούλεψε να ζητήσει βοήθεια από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που εκείνον τον καιρό είχε καλές σχέσεις με τον Αλή πασά.

Οι δυο άντρες πράγματι συναντήθηκαν το 1814 κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έπεισε τον Αλή πασά να μην εκτελέσει το φιρμάνι, τουναντίον να εντάξει τον Διάκο στο σώμα των «Τσοχανταρέων» (σωματοφυλάκων), στο οποίο προΐστατο ο ίδιος ο Ανδρούτσος.
Στα τέλη του 1818, ο Διάκος γίνεται πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου και μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ενώ άρχισαν την προετοιμασία της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Την απόφαση αυτή την πήρε μαζί με τους επισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο και Άμφισσας Ησαΐα, σε σύσκεψη που έκαναν στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά.
Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα Κλεφτών.
Το 1820, όταν ο Αλή πασάς στασιάζει εναντίον της Οθωμανικής Πύλης, καλεί σε βοήθεια τον Ανδρούτσο κι αυτός ανταποκρίνεται, πηγαίνοντας στα Ιωάννινα. Τότε οι σχέσεις Διάκου και Ανδρούτσου ψυχραίνονται και οι τοπικοί άρχοντες της Λειβαδιάς, με την σύμφωνη γνώμη του εκεί πασά, τον εκλέγουν Αρματολό της Λειβαδιάς. Ο Διάκος παίρνει στο αρματολίκι του και τον 16χρονο ανηψιό του (από την αδερφή του Σοφία) Κωνσταντίνο Κούστα. Το παιδί αυτό θα βρεθεί δίπλα του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του εώς και τον τραγικό του θάνατο.
Η σημαία του Αθανάσιου Διάκου
Σύντομα μετά από το ξέσπασμα των εχθροτήτων, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λειβαδιά με σκοπό την κατάληψη της.
Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες είχαν συγκεντρωθεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία της Λιβαδειάς και όταν ο Τούρκος διοικητής Χασάν αγάς απέρριψε την πρόταση του Διάκου για παράδοση, άρχισε η επίθεση.
Στις 31 Μαρτίου, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, και το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά (συμπεριλαμβανομένου του χαρεμιού), οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και την 1η Απριλίου, σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου.
Στην συνέχεια επιχειρεί να καταλάβει την Λαμία, που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Δεν είχε όμως την απαιτούμενη βοήθεια και στήριξη από τον τοπικό οπλαρχηχό Μήτσο Κοντογιάννη, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη η ώρα για ξεσηκωμό και απέτυχε.
Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς (ενώ την άλλη μέρα προστέθηκαν κι άλλα 3.000 άτομα) να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος.
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες.
Αφού συσκέπτηκαν στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες.
Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι το πρωί της 23ης Απριλίου. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στον Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε.
Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ’ τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο ψυχογιός του, βλέποντας τους άλλους να φεύγουν έφερε ένα άλογο στον Διάκο και τον παρότρεινε να φύγει κι αυτός.
Όμως ο Διάκος δεν δείλιασε και δεν έφυγε. «Δεν φεύγω» του απάντησε.
Θυμήθηκε ότι και ο Λεωνίδας άλλοτε, κάπου εκεί κοντά, δε φοβήθηκε τις μυριάδες των Περσών. «Αγίασε» με το αίμα του άλλη μια φορά τον ιερό εκείνο τόπο, όπου οι προσκυνητές θαυμάζουν την παλιά και τη νέα ανδραγαθία των Ελλήνων. Πολέμησε λοιπόν με πρωτοφανή ανδρεία και ανέστησε τις παλιές ένδοξες ημέρες των 300 του Λεωνίδα.
Κι αυτός πλέον δεν είχε ούτε 300, αλλά μόνο 20-30 συμπολεμιστές του σε μια απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν…
Η άνιση μάχη αρχίζει κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στη θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου.

Όλοι οι σύντροφοί του σκοτώνονται, εκτός απ’ τον ψυχογιό του. Ο ίδιος τραυματίζεται κι αφού πετάει το τουφέκι του που έχει σπάσει από την υπερβολική χρήση, όπως και το σπαθί του που το βρήκε βόλι κοντά στην λαβή, συνεχίζει να πολεμά και να αντιστέκεται, βαστώντας στο αριστερό χέρι την πιστόλα του. Οι Τούρκοι τον αναγνωρίζουν κι αφού τον περικυκλώνουν, τον συλλαμβάνουν ζωντανό, μες τα αίματα και τον οδηγούν στον Ομέρ Βρυώνη. Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου.

Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν οι τραυματίες.

Οι πασάδες, έχοντας αιχμάλωτους πλέον τον Διάκο και τον ψυχογιό του όδευσαν προς τη Λαμία (Ζητούνι). Χάριν της κενοδοξίας τους, έβαλαν τον Διάκο να περπατά μπροστά πεζός. Φοβούμενοι όμως σύντομα, μην τυχόν επιχειρήσει να διαφύγει τον έβαλαν να καθίσει σε ένα μουλάρι που είχε ελαφρά δεμένα το πόδια του για να μην μπορεί να τρέξει.

Την νύχτα της 23ης Απριλίου 1821, αφού έφτασαν στη Λαμία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ μπέη, σημαίνοντα Τούρκου της Λαμίας, κοντά στην πλατεία Λαού, πλησίον του σημείου όπου θανατώθηκε τελικά ο Διάκος, ζητώντας να μάθουν στοιχεία για την Επανάσταση. Ο Διάκος άφοβα τους απάντησε ότι όλο το έθνος των Ελλήνων αποφάσισε να χαθεί ή να ελευθερωθεί.

Ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος φέρεται να ήταν ελληνικής καταγωγής και δεν ήθελε τον θάνατο του Διάκου, καθώς τον γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του, στην διάρκεια της συνοπτικής αυτής δίκης, του πρόσφερε τιμές, με αντάλλαγμα να παραιτηθεί του αγώνα και να προσχωρήσει στο τουρκικό στρατόπεδο, ασπαζόμενος τον ισλαμισμό. Ο Διάκος αρνήθηκε περήφανα.

Ο Μεχμέτ πασάς (συστράτηγος, αλλά ανώτερος του Ομέρ Βριώνη), θαυμάζοντας το θάρρος του Διάκου του είπε ότι είναι πρόθυμος να του παρέχει ιατρική περίθαλψη, αν ήθελε να τεθεί στην υπηρεσία του. Ο Διάκος απέρριψε την πρότασή του, λέγοντας «Δεν σε υπηρετώ. Αλλά και να σε υπηρετήσω, δε θα σε ωφελήσω». Ο Μεχμέτ πασάς τότε τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Αυτό δεν φαίνεται να πτόησε τον Διάκο που του απάντησε «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους».

Την επόμενη μέρα, την 24η Απριλίου, ημέρα Κυριακή και κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ μπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό (σούβλισμα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά.

Ο Χαλήλ μπέης μάλιστα, απαίτησε στο σημείο του μαρτυρίου να είναι παρών κι ο ανηψιός του Διάκου, ο 16χρονος Κωνσταντίνος Κούστας, έτσι ώστε, βλέποντάς τον ο Διάκος, να μην βασανίζεται μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά.
Αυτός που κοινοποίησε την σκληρή απόφαση στον Διάκο, του έδωσε να κρατά στα χέρια του και το εργαλείο του θανάτου του, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει κρατώντας το. Αυτός αγανακτώντας το πέταξε κάτω και φώναξε σε μερικούς Αλβανούς που ήταν γύρω του, «Δεν βρίσκεται κάποιος να με σκοτώσει; Γιατί αφήνετε τους Ανατολίτες να με παιδεύουν; Εγώ κακούργος δεν είμαι» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτό φέρεται να το είπε όταν τον σούβλιζαν).

Κάποιοι απ’ τον συγκεντρωμένο κόσμο του είπαν τότε να τουρκέψει για να σώσει το τομάρι του. Ο Διάκος γυρίζοντας προς αυτούς, τους απαντά,
«Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ’ αποθάνω» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτή η φράση ειπώθηκε ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη, όταν του έκανε ανάλογη πρόταση, ενώ ποικίλουν και οι όροι, Ρωμιός ή Χριστιανός).

Οδεύοντας προς τον τόπο του μαρτυρίου, η παράδοση φέρει τον Διάκο να μονολογεί με πίκρα ατενίζοντας την ανοιξιάτικη φύση
«Για ιδέ καιρόν που διάλεξεν ο χάρος να με πάρει. Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάν’ η γη χορτάρι».
Ο Διάκος τελικά οδηγήθηκε απέναντι από την καλύβα του γερο-Μπακογιάννη στην πλατεία Λαού, εκεί που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο.
Πως όμως γινόταν ο ανασκολοπισμός από τους Τούρκους;
Μια λεπτομερής περιγραφή βρίσκεται στο Γαλλικό Grand Dictionnaire:
«To βασανιστήριο του διοβελισμού ένα από τα φοβερότερα εφευρήματα της ανθρώπινης θηριωδίας, είναι το σούβλισμα του κατάδικου σε ξύλινο πάσσαλο.
Ξαπλώνουν το θύμα καταγής μπρούμυτα με τα πόδια πολύ ανοικτά και τα χέρια δεμένα στην ράχη. Για να ακινητοποιηθεί εντελώς και να μη διαταράσσεται η εργασία του δημίου στερεώνεται στη ράχη του μελλοθάνατου ένα σαμάρι επάνω στο οποίο κάθεται ένας από τους βοηθούς του. Ο δήμιος, αφού προετοιμάσει την είσοδο με λίπος, πιάνει το παλούκι με τα δύο του χέρια και το μπήγει όσο βαθύτερα μπορεί και ύστερα το χτυπάει με κόπανο ώστε να εισχωρήσει πενήντα ή εξήντα εκατοστά. Ανασηκώνει τότε τον σουβλισμένο και το στερεώνει στο χώμα αφήνοντας το θύμα να ξεψυχήσει καρφωμένο. Καθώς ο δύστυχος δεν μπορεί να κρατηθεί από πουθενά το παλούκι βυθίζεται, εξαιτίας του βάρους του σώματος, όλο και πιο πολύ και τελικά βγαίνει ή από τη μασχάλη ή από το στήθος ή από το στομάχι. Κι ο θάνατος που θα τερματίσει το αποτρόπαιο μαρτύριο αργεί.


Αναφέρονται περιπτώσεις παλουκωμένων που έζησαν τρεις ημέρες σ αυτή την θέση. Η διάρκεια του βασανισμού εξαρτάται από την σωματική διάπλαση του ατόμου και την κατεύθυνση που δίνεται στον πάσαλο. Αυτό εξηγείται εύκολα. Από έναν εκλεπτυσμό της φρικαλέας θηριωδίας τους φροντίζουν μα μην είναι αιχμηρό το παλούκι αλλά αμβλύ και κάπως στρογγυλεμένο στην άκρη. Γιατί η αιχμή θα περνούσε τα όργανα κατά την διολίσθηση του παλουκιού και θα προκαλούσε τον άμεσο θάνατο. Η στρογγυλεμένη όμως απόληξη του πασσάλου παραμερίζει τα σπλάχνα, τα μετακινεί χωρίς να εισχωρεί στους ευαίσθητους ιστούς… παρά τους εφιαλτικούς πόνους που προκαλεί η συμπίεση των νεύρων η ζωή παραμένει για ορισμένο χρόνο. Γιατί είναι προφανές ότι αν το παλούκι, αντί να ακολουθήσει τον άξονα του σώματος, εισχωρήσει λοξά δεν θα βγει από το στέρνο ή την μασχάλη αλλά θα τρυπήσει το υπογάστριο. Κι έτσι αφού παραμείνει άθικτη η θωρακική χώρα και δεν πλήττονται βασικά όργανα η ζωή θα παραταθεί περισσότερο».

Παρ’ ότι ο ανασκολοπισμός του Διάκου είναι αδιαμφισβήτητος, εν τούτοις οι πληροφορίες που αφορούν τον τόπο και τις ώρες του μαρτυρίου του, είναι συγκεχυμένες.
Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διάκος σουβλίστηκε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι μεταφέρθηκε στην Αλαμάνα κι αφού σουβλίστηκε, τον έστησαν όρθιο και τον αποτελείωσαν οι Τούρκοι με πυροβολισμούς.
Κατά μία άλλη εκδοχή, «Ζων ο κατάδικος ετίθετο επί ανεστραμμένου σάγματος ύπτιος, δεμένος χείρας και πόδας, δύο ρωμαλέοι δήμιοι εκάθoντο επ’ αυτού, τρίτος εστήριζεν εις τον πρωκτόν ξύλινον οβελόν όμοιον με τας σούβλας ας μεταχειριζόμεθα δια το ψήσιμον των αρνιών του Πάσχα, και τέταρτος δια σιδηράς ή ξυλίνης σφύρας εκτύπα του οβελού το οπίσθιον, εωσούν η ακωκή εξήρχετο εκ της κεφαλής ή θατέρας των ωμοπλατών καθ’ ην τυχαίως ελάμβανεν διεύθυνσιν. Εάν ο οβελός εξήρχετο εκ της αριστεράς ωμοπλάτης ο ούτω βασανιζόμενος απέθνησκε μετ ολίγον, εάν δε εκ της δεξιάς έζη και τρεις και τέσσερας ημέρας. Τρεις όλας ημέρας εβασανίσθη ούτως ο αείμνηστος Διάκος και ήθελεν βασανισθή έτι πλέον εάν οίκτου δεν τω έθραυε δια σφαίρας το κρανίον εις άτακτος».

Σύμφωνα πάντως με τον παππού του γιατρού Κουνούπη, ο οποίος δήλωνε αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρικού θανάτου του Διάκου, μετά το σούβλισμα, ο όχλος άναψε φωτιά επί της οποίας τοποθέτησαν τον κατακρεουργημένο, αλλά ζωντανό ακόμα ήρωα για να τον ψήσουν. Τότε κάποιος ονόματι Θανάσης Μάνθος, έδεσε στην άκρη ενός ξύλου ένα βρεγμένο πανί και το έφερε με τρόπο στο στόμα του Διάκου. Μόλις υγράνθηκαν τα χείλη του, ο Διάκος ξεψύχησε.

Το ψήσιμο του Διάκου, το οποίο θεωρείται από μερικούς αμφισβητήσιμο, αναφέρεται και στην επίσημη έκθεση της Κρατικής Επιτροπής Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, η οποία του απονέμει τιμητικά μετά θάνατον τον βαθμό του Στρατηγού.
Οι Τούρκοι, μετά από 6 ημέρες (κατ’ άλλους 3-5), όταν η δυσωδία από το σώμα του Διάκου, αλλά κι από τα κεφάλια των άλλων αγωνιστών που ήταν περιστοιχισμένα γύρω του, άρχισε να γίνεται αφόρητη, διέταξαν τους Λαμιώτες Κεφάλα και Φαροδήμο να ξεσουβλίζουν τον Διάκο και μαζί με τα υπόλοιπα μαρτυρικά κορμιά να τα πετάξουν.
Όπως μαρτυρά ο ανηψιός του Διάκου, Κωνσταντίνος Κούστας, το σκήνωμα του ήρωα πετάχτηκε σε έναν μεγάλο σκουπιδόλακκο, βορειοδυτικά της Λαμίας, ανάμεσα στον λόφο του Αγίου Λουκά και το σημερινό στρατόπεδο της Μεραρχίας Υποστηρίξεως. Κατόπιν ρητής εντολής του πασά, το άψυχο σώμα σκεπάστηκε με κοπριές, αφ΄ ενός για να λιώσει πιο γρήγορα κι αφ’ ετέρου για να επιτείνει τον εξευτελισμό τόσο της σορού του Διάκου, όσου και της κεφαλής του Δεσπότη Σαλώνων που είχε πεταχτεί στον ίδιο λάκκο.
Το τι απέγινε η σορός του Διάκου και που ετάφη αν ετάφη, παραμένει εώς σήμερα ένα ερωτηματικό.
Η παράδοση λέει, πως κάποιος πήγε κρυφά μετά από μερικές μέρες και ξέθαψε το σώμα. Το μετέφερε και το έθαψε κοντά σε ένα μικρό ερημοκκλήσι της Λαμίας, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε το σπίτι του Παπαδογιώργου. Το σημείο αυτό τοποθετείται κοντά στην πλατεία Διάκου στην νότια πλευρά, προς τα σκαλιά που οδηγούν στην οδό Καρπενησίου.
Το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, με ψήφισμά του στις 10 Αυγούστου 1843 αποφάσισε και ενέκρινε δαπάνη 150 δραχμών για «…την ανακομιδή των λειψάνων του αοίδομου πρωτομάρτυρος και πρωταγωνιστού Αθανασίου Διάκου και την μεταφοράν και εναπόθεσιν αυτών περί ώραν…».
Όπως αναφέρει αργότερα ο Θ. Λάσκαρης, «…το μέρος ηρευνήθη, αλλ’ ουδέν ίχνος ευρέθη».
Στην Εθνική Βιβλιοθήκη, υπάρχει έγγραφο με θέμα μια αίτηση (η οποία έγινε δεκτή) προς την Κρατική Επιτροπή Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, την οποία είχε υποβάλλει ο αγωνιστής του 1821 και πρώην διερμηνέας του Ομέρ Βρυώνη, Παναγιώτης Σκορδής. Ο Σκορδής ζητά την οικονομική βοήθεια της πολιτείας, καθώς ξόδεψε όλη του την περιουσία στον Αγώνα. Ανάμεσα στις πράξεις τις οποίες γράφει και πιστεύει ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν, αναφέρει και την εξαγορά έναντι 5.000 γροσίων απ’ τους Τούρκους της σορού του Αθανάσιου Διάκου, με 130 ακόμα «κεφαλάς», καθώς και την απελευθέρωση 24 αιχμαλώτων.
Το έγγραφο αυτό, αν και δεν διευκρινίζεται εδώ που ακριβώς έθαψε ο Σκορδής τις σορούς, υποστηρίζεται από ανάλογο του συνταγματάρχη Ζαφειρόπουλου, το οποίο αναφέρει τα εξής:
«Πιθανότατα ακόμη, αν ο Δήμος Λαμιέων επανέλθει επί του ψηφίσματος της 16-8-1843, μια νέα έρευνα επί του σημείου της ταφής του Διάκου, να είναι επιτυχής. Αν σκεφτούμε μάλιστα πως στην περιοχή αυτή, εκτός του σώματος του ήρωα ερρίφθησαν και τα κεφάλια 130 αγωνιστών, τότε μάλλον πρέπει να υποθέσουμε πως πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο ομαδικό τάφο».

Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων τρομοκράτησε αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες, που θυμίζει την ηρωική άμυνα του Λεωνίδα απέναντι στους Πέρσες, τον έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό.
Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας, το σημείο της τελικής μάχης του…
Το μνημείο του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα
Στο σημείο του μαρτυρικού του θανάτου, στην οδό Καλύβα Μπακογιάννη (πλησίον της πλατείας Λαού) στην πόλη της Λαμίας, υπάρχει σήμερα ένα κενοτάφιο για να μας θυμίζει αυτόν τον μεγάλο και πραγματικό ήρωα. Το 1886 με πρόταση του ταγματάρχου Ρούβαλη και αργότερα (1889) με ενέργειες του δημάρχου Λαμιέων, Σκληβανιώτου, κατασκευάστηκε σε ανάμνηση της τραγικής θυσίας του Αθανασίου Διάκου.
Είναι ένας Γολγοθάς, δηλαδή συσσώρευση μεγάλων λίθων πού έχει στην κορυφή του μαρμάρινο σταυρό τον οποίο περιβάλλουν φύλλα δάφνης. Στην πρόσοψη του Γολγοθά υπάρχει η επιγραφή:



«Ούτος ο τόπος ενθα τήν 23ην Απριλίου 1821 υπό των Τούρκων ανασκολοπισθείς εμαρτύρησε υπέρ Πίστεως και Ελευθερίας ο Αθανάσιος Διάκος».
Σε άλλη πλάκα πού τοποθετήθηκε το 1930 με την συμπλήρωση 100 χρόνων ελεύθερης Λαμίας, ο ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε τούς ακόλουθους στίχους:



«Και των ηρώων καύχημα στην δόξα του Κυρίου,
Θανάση Διάκο σ΄ έφερεν ο δαρμός του μαρτυρίου,
και ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα,
τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα».
Πίσω ακριβώς από το μνημείο επί υψηλού τοίχου εντός κόγχης υπάρχει η προτομή του Αθανασίου Διάκου. Επίσης η είσοδος είναι μαρμάρινη με δύο πυρσούς σε κάθε κολώνα λεπτής τέχνης.



Κενοτάφιο Αθανασίου Διάκου

Στην ομώνυμη πλατεία της Λαμίας, υπάρχει το άγαλμά του, όπου τον παρουσιάζει να μάχεται με το σπασμένο σπαθί…




Το άγαλμα του Διάκου, στην πλατεία Αθανασίου Διάκου, στη Λαμία
Ένα εκ των χωριών που τον διεκδικεί ως τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε αργότερα Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του.




ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το ‘να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι.
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην’ ο Καλύβας έρχεται, μην’ ο Λεβεντογιάννης;
Νουδ’ ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες».

Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».


Παίρνουνε τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου», φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε.
Σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».


Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα.
Τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια.

Κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες,
και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.

Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις;
Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις;».

Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α, θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας».


Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
«Χίλια πουγκιά σας δίνω ‘γω κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήσει την Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι».


Τον Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι αν με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι».




Αριστοτέλης Βαλαωρίτης



Ἀθανάσης Διάκος

Ἆσμα Πρῶτον
Ἡ παραμονή

«Ἀνέβα, Μῆτρε στοῦ βουνοῦ κατάκορφα τὴ ράχη,
πᾶρε τὸ μάτι τἀητοῦ καὶ τἀλαφιοῦ τὸ πόδι
καὶ τὴν ἀγρύπνια τοῦ λαγοῦ, καὶ στῆσε καραοῦλι.
Κι᾿ ἂν δῇς χιλιάδαις τὸν ἐχθρό, ἄλογα καὶ πεζούρα,
μὲ τὸν Κιοσὲ Μεχμὲτ πασᾶ, τὸν ὕπνο μὴ μοῦ κόψῃς,
στάσου, πολέμα μοναχός. Κι᾿ ἂν δῇς μὲς στὸ φουσάτο
νὰ πηλαλάῃ τἄλογο τοῦ Ὁμέρπασα Βρυώνη,
πέτα ροβόλα, κρᾶξε με. Σύρε μὲ τὴν εὐχή μου».
Ἄστραψε ἀπ᾿ ἄγρια χαρὰ τὸ μέτωπο τοῦ κλέφτη,
ἐβρόντησαν τὰ χαϊμαλιά, ἀνέμισε ἡ φλοκάτη,
ἔλαμψε ὁ Μῆτρος μία στιγμὴ κ᾿ ἐσβήστηκε σὰν ἄστρο.
Ὁ Διάκος τὸν συντρόφεψε γιὰ λίγο μὲ τὸ μάτι
κ᾿ ὕστερα πέφτει κατὰ γῆς γονατιστὸς στὴν πέτρα:
«Ἀδέρφια, παλληκάρια μου! Ἐλᾶτε ὁλόγυρά μου
καὶ γονατίσετε μ᾿ ἐμέ. Ὁ κόσμος στὴ χαρά του
εἶν᾿ ἀνθοστόλιστη ἐκκλησιά, κι᾿ ἐδῶ μας παραστέκει
ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἔχτισε, γιὰ νὰ τὸν προσκυνοῦμε».
Ἤτανε νύχτα. Τὰ βουνά, οἱ λαγκαδιαίς, τὰ δέντρα,
οἱ βρύσαις, τ᾿ ἀγριολούλουδα, ὁ οὐρανός, τ᾿ ἀγέρι,
στέκουν βουβὰ ν᾿ ἀκούσουνε τὴν προσευχὴ τοῦ Διάκου.
«Ὅταν ἡ μαύρ᾿ ἡ μάνα μου, ἐμπρὸς σὲ μίαν εἰκόνα,
Πλάστη μου, μ᾿ ἐγονάτιζε μὲ σταυρωτὰ τὰ χέρια
καὶ μώλεγε νὰ δεηθῶ γιὰ κειοὺς ποὺ τὸ χειμῶνα
σὰ λύκοι ἐτρέχαν στὰ βουνά, μὲ χιόνια, μ᾿ ἀγριοκαίρια
γιὰ νὰ μὴ ζοῦνε στὸ ζυγό, ἔνοιωθα τὴ φωνή μου,
νὰ ξεψυχάει στὰ χείλη μου. ἐσπάραζε ἡ καρδιά μου,
μοῦ ἐτρέμανε τὰ γόνατα, σὰν νἄθελε ἡ ψυχή μου
νὰ φύγῃ μὲ τὴ δέηση ἀπὸ τὰ σωθικά μου.
Ὕστερα μὤλεγε κρυφὰ νὰ σοῦ ζητῶ τὴ χάρη
νὰ μ᾿ ἀξιώσῃς μία φορὰ ἕνα σπαθὶ νὰ ζώσω
καὶ νὰ μὴν ἔρθῃ ὁ θάνατος νὰ μ᾿ εὕρῃ, νὰ μὲ πάρῃ
πρὶν πολεμήσω ἐλεύθερος, γιὰ σὲ πρὶν τὸ ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε! Ἄκουσες τὴν εὐχή μου.
μοῦ φύτεψες μὲς στὴν καρδιὰ ἀγάπη, πίστη, ἐλπίδα,
ἔδωκες μίαν ἀχτίδα σου, ἀθέρα στὸ σπαθί μου
καὶ μοὖπες: Τώρα πέθανε γιὰ μέ, γιὰ τὴν πατρίδα!
Ἕτοιμος εἶμαι, Πλάστη μου! Λίγαις στιγμαὶς ἀκόμα
καὶ σβυῶνται τ᾿ ἄστρα σου γιὰ μέ. Γιὰ μὲ θὰ σκοτειδιάσῃ
τὤμορφο γλυκοχάραμα. Θὰ μοῦ κλειστῇ τὸ στόμα,
ποὺ ἐκελαδοῦσε στὰ βουνά, στὴ ρεματιά, στὴ βρύση.
θὰ μαραθοῦν τὰ πεῦκα μου. Ἀραχιασμέν᾿ ἡ λύρα,
ποὺ μοὖταν ἀδερφοποιτὴ κι᾿ ὁποὺ μ᾿ ἐμὲ στὴ φτέρη
ἀγκαλιασμένη ἐπλάγιαζε, τώρα θὰ μείνη στεῖρα
καὶ στάψυχο κουφάρι της θὰ νὰ βογγάῃ τ᾿ ἀγέρι.
Ὅλα τ᾿ ἀφίνω μὲ χαρά, χωρὶς ν᾿ ἀναστενάξω.
Καὶ τὤχω περηφάνειά μου, ποὺ ἐδιάλεξες ἐμένα
αὐτὴν τὴν ἔρμη τὴν πορειὰ μὲ τὸ κορμὶ νὰ φράξω.
Εὐχαριστῶ σε, Πλάστη μου! Δὲ θὰ χαθοῦν σπαρμένα
καὶ δὲ θὰ μείνουν ἄκαρπα τ᾿ ἄχαρα κόκκαλά μου.
Εὐλόγησε τηνε τὴ γῆ ὁποὺ θὰ μ᾿ ἀγκαλιάσῃ
καὶ στοίχειωσε κάθε κλωνὶ ἀπὸ τὰ χώματά μου,
νὰ γένῃ ἀδιάβατο βουνὸ τὸ μνῆμα τοῦ Θανάση.
Θέ μου! Ξημέρωσέ τηνε τὴν αὐριανὴ τὴ μέρα!
Θὰ μᾶς θυμᾶτ᾿ ἡ Ἀρβανιτιὰ καὶ θὰ τὴν τρώ᾿ ἡ ζήλεια.
Θὰ χλημητᾶνε τ᾿ ἄλογα, θὰ καῖνε τὸν ἀγέρα
μὲ τ᾿ ἄγρια τὰ χνῶτα τοὺς γκέκικα καρυοφύλλια,
θὰ γένουν πάλαι τὰ Θερμιὰ λαίμαργη καταβόθρα...
Χιλιάδες ἦρθαν θερισταὶ καὶ Χάρος ὀργοτόμος,
μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πὼς δὲ θὰ μείνη λώθρα
σ᾿ αὐτὴν τὴ δύστυχη τὴ γῆ, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος...
Κ᾿ ἐμεῖς θὰ πᾶμε μὲ χαρὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν καταρράχτη.
Ἐπάνωθέ μας θἆσαι σύ, καὶ τὰ πατήματά μας
θὰ νἄχουνε γιὰ στήριγμα τὴ φοβερή τη στάχτη,
πὤμεινε σπίθ᾿ ἀκοίμητη βαθειὰ στὰ σωθικά μας.
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ στὴ Δύση
πὼς δὲν ἀπονεκρώθηκε καὶ πὼς θ᾿ ἀνθοβολήσῃ
τώρα μὲ τὰ Μαγιάπριλα ἡ δουλωμένη χώρα.
Εὐλογημέν᾿ ἡ ὥρα!»

*

Ἔσκυψ᾿ ὁ Διάκος ὡς τὴ γῆ, ἕσφιξε μὲ τὰ χείλη
κ᾿ ἐφίλησε γλυκὰ γλυκὰ τὸ πατρικό του χῶμα.
Ἔβραζε μέσα του ἡ καρδιά, καὶ στὰ ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ᾿ ἕνα δάκρυ...
Χαρὰ στὸ χόρτο πὤλαχε νὰ πιῇ σὲ τέτοια βρύση!

*

Πλαγιάζει ὁ λιονταρόψυχος! Τὰ νειάτα, τὴ θωρειά του
τ᾿ ἀστέρια βλέπουν μὲ χαρὰ καὶ κάπου κάπου ἀφίνουν
κρυφὰ τὸ θόλο τ᾿ οὐρανοῦ γιὰ νὰ διαβοῦν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του καὶ τὸν σφιχταγκαλιάζει
στὸν κόρφο της ἡ ἄνοιξη, σὰν νἄτανε παιδί της.
Χαρούμενα τὰ λούλουδα φιλοῦν τὸ μέτωπό του
χάνει μὲ μιᾶς τὴν ἀσκημιὰ καὶ τὴν ταπεινοσύνη
ὁ ἔρμος ἀζώηρος, ἡ ποταπὴ ἡ λαψάνα,
γλυκαίνει τὸ χαμαίδρυο, στοῦ χαμαιλειοῦ τὴ ρίζα
ἀποκοιμιέται ὁ θάναρος καὶ τὸ περιπλοκάδι,
ποὺ πάντα κρύβεται δειλὸ καὶ τ᾿ ἄπλερο κορμί του
ἀλλοῦ στυλόνει τὸ φτωχό, δυναμωμένο τώρα
τρελλό, περηφανεύεται καὶ θέλει νὰ κλαρώσῃ
στ᾿ ἀνδρειωμένο μέτωπο γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ πὼς ἦταν
στὴ φοβερὴ παραμονὴ μία τρίχ᾿ ἀπ᾿ τὰ μαλλιά του.

*

Πλαγιάζει ὁ λιονταρόψυχος! Τοῦ ὕπνου του οἱ ὥραις
ὅσο κι᾿ ἂν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θὰ γένουν
ν᾿ ἀποστομώσουν τὸ θολό, τ᾿ ἀγριωμένο κῦμα
τοῦ χρόνου ποὺ μᾶς ἔπνιξε. Μ᾿ ἐκείνην τὴν ρανίδα
πὤσταξ᾿ ἀπὸ τὰ μάτια του θὰ ξεπλυθῇ ἡ μαυράδα,
ποὺ ἐλέρωνε τῆς μοίρας μας τὸ νεκρικὸ δεφτέρι.
Ὁ Διάκος στὸ κρεββάτι του, ζωσμένος τὴ φλοκάτη,
σὰν ἀητὸς μὲς στὴ φωλειά, ὀλάκαιρο ἕνα γένος
ἔκλωθ᾿ ἐκείνην τὴν βραδειά. Ὅταν προβάλ᾿ ἡ μέρα,
θὰ νἄβγουν τ᾿ ἀητόπουλα μὲ τροχισμένα νύχια,
μὲ θεριεμένα τὰ φτερά, ν᾿ ἀρχίσουν τὸ κυνήγι...
Πλάστη μεγαλοδύναμε! Ἀξίωσέ μας ὅλους,
πρὶν μᾶς σκεπάσῃ ἡ μαύρη γῆ, στὰ δουλωμένα πλάγια
νὰ κοιμηθοῦμε μία νυχτιὰ τὸν ὕπνο τοῦ Θανάση!

* * *

Ἆσμα Δεύτερον
Οἱ τρεῖς
Διάκος, Πανουριᾶς, Δυοβουνιώτης

-Διάκε, χαρὰ στὸν ὕπνο σου!
-Καλῶς τὸ Δυοβουνιώτη,
καλή σου μέρα, Πανουριᾶ... Μὴ μὲ προπῆρ᾿ ἡ ὥρα;
Ἐξέχασα, ἐγελάστηκα, γλυκὰ κρυφομιλώντας,
ἀδέρφια, μὲ τὴ μάνα μου, ποὖρθε νὰ μ᾿ εὕρῃ ἀπόψε.
-Θανάση, ἂν δὲ σοῦ ζήλεψα τὰ νειῶτα, τὴν ἀνδρειά σου,
τ᾿ ἄρματα τ᾿ ἀξετίμωτα, τὸ μάτι, τὸ τραγούδι,
ζηλεύω αὐτὴν τὴν ξαστεριὰ πὤχει τὸ μέτωπό σου!
Ἔστησε στὸ κατώφλι μας τὸ νεκροκρέββατό του
ὁ Χάρος καὶ μᾶς καρτερεῖ. Ξήπλεγαις, τρομασμέναις
μανάδες ἀναρίθμηταις μὲ κουφωμένα στήθια
φεύγουν στὰ πλάγια νὰ κρυφτοῦν μὲ τὰ βυζασταρούδια.
Τὰ ὄρνια ἐμυριστήκανε τὸ σκοτωμὸ ποὺ θἄρθῃ
καὶ γρούζουν ἀνυπόμονα τροχίζοντας τὰ νύχια,
καὶ σὺ κοιμᾶσαι σὰν ἀρνί! Θανάση σὲ ζηλεύω!...
-Δὲν ἔχω πέτρινη ψυχή. Τοῦ κόσμου τὴ λαχτάρα
μέσα στὴ φλέβα τῆς καρδιᾶς σὰ σίδερο λυωμένο
τὴ νοιώθω π᾿ ἀναδεύεται καὶ μὲ σαρακοτρώγει.
Συχώρεσέ με, Πανουριᾶ, πρώτη φορὰν ἀπόψε
ἀφ᾿ ὅτου ζώνω τ᾿ ἄρματα μ᾿ ἐξάφνισε τ᾿ ἀστέρι.
Μὴ μὤχετε βαρύγνωμο. Ποιὸς ξέρει μὴν ἡ μοῖρα,
ἀδέρφια, μ᾿ ἀποκοίμησε γιὰ νὰ μὲ συνειθίσῃ
στοῦ τάφου τὸ τρισκότειδο. Ἐγὼ κι᾿ ὁ γερο Χάρος
ἐψὲς λογαριαστήκαμε, καὶ στὸ κατάστιχό του
ἕνα μικρὸ κατεβατὸ μένει ἄγραφο γιὰ μένα.
Γνοιαστῆτ᾿ ἐσεῖς τοὺς ζωντανούς. Ἐγὼ θὰ πολεμήσω
γιὰ τὰ παληά μας κόκκαλα. Στὴ φλόγα τοῦ πολέμου,
σὰ μέσα σ᾿ ἕνα θυμιατό, θὰ ρίξω τὸ κορμί μου
νὰ γένω νεκρολίβανο στὸ φοβερὸ τρισάγιο.
-Μὴν τὰ ξεσυνερίζεσαι τοῦ Πανουριᾶ τὰ λόγια.
Θυμήσου, Διάκε, μοναχά, πὼς ἄδειασεν ἡ φλέβα
τοῦ δύστυχου τοῦ γένους μας, καὶ μία ρανίδα τώρα
ἂν στάξῃ ἀπὸ τὸ αἷμα μας στὴ γῆ χωρὶς ἐλπίδα,
ἀντὶ νἆναι μνημόσυνο, μπορεῖ νἆναι κατάρα.
Ξέρω τί κρύβεις στὴν καρδιά, γνωρίζω τί θὰ κάμῃς...
-Ποιὸς μ᾿ ἐμαρτύρησε σ᾿ ἐσᾶς;
-Κανένας, μὴ θυμόνεις.
Εἶδα κ᾿ ἐγὼ τὴ μάνα σου ἀπόψε στὄνειρό μου
καὶ μοὖπε νἄρθω νὰ σ᾿ εὑρῶ καὶ νὰ σοῦ πῶ, Θανάση,
ποὺ ἂν χαλαστοῦμε σήμερα, θὰ νὰ δειλιάσῃ ὁ κόσμος
καὶ θὰ χουμήσῃ ἡ Ἀρβανιτιὰ πυκνὴ σὰν τὴν ἀκρίδα,
καὶ τἄλογο τοῦ Ὁμέρπασα ποιὸς θὰ τ᾿ ἀποστομώσῃ;
-Ὁ γυιὸς τοῦ Ἀνδρούτσου στὴ Γραβιά!
-Τί θέλεις, Δυοβουνιώτη;
Νὰ πάει τὸ Γοργοπόταμο θολὸ κ᾿ ἐντροπιασμένο
νὰ πῇ στὴν ἄγρια θάλασσα, πὼς δὲν εὑρέθηκ᾿ ἕνας
τὰ ξακουσμένα του νερὰ μὲ δυὸ ρανίδαις αἷμα
σ᾿ αὐτὸ τὸ πρῶτο βάφτισμα ν᾿ ἁγιάσῃ, νὰ μυρώσῃ;
Κ᾿ ἡ θάλασσα μουγκρίζοντας νὰ τρέξῃ στ᾿ ἀκρογιάλια,
σὰ φοβερὸς διαλαλητής, κι᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
νὰ μάθουν πῶς γιορτάζομε τὴ νεκρανάστασή μας;...
Νἆναι ὁ Βρυώνης στὰ Θερμιὰ καὶ νὰ μὴν εὕρῃ ἐμπρός του
δέκα κουφάρια ξαπλωτὰ γιὰ νὰ σκοντάψῃ ἐπάνω!
Νὰ μὴ βαφῇ τὸ πέταλο στοῦ ἀλόγου του τὸ νύχι!...
Ἀδέρφια, τἀποφάσισα καὶ μοναχὸς ἂν μείνω,
θ᾿ ἁπλώσω ὀργυιὰ τὰ χέρια μου, τὰ πόδια θὰ ριζώσω,
κι᾿ ἂν δὲ μὲ ξεχωνιάσουνε κι᾿ ἂν δὲ μὲ κατακόψουν,
δὲ θὰ μὲ διώξουν ἀπεκεί, δὲ θὰ μοῦ ἰδοῦν τὴ φτέρνα.
Καὶ σὺ τί λέγεις, Πανουριᾶ;
-Μ᾿ ἐθάμπωσε ἡ ἀχτίδα,
π᾿ ἀστράφτει ἀπὸ τὰ μάτια σου. Τριγύρω στὰ μαλλιά σου
παίζει τὸ γλυκοχάραμα. Μοῦ φαίνεσαι μεγάλος,
ψηλὸς ὡσὰν τὸν Ὄλυμπο καὶ στέκω καὶ προσμένω
ἐμπρός σου ἀκίνητος, βουβός, Διάκε, νὰ ἰδῶ τὸν ἥλιο,
π᾿ ὥραν τὴν ὥρα θὰ προβῇ ἀπ᾿ τ᾿ ἀντικέφαλό σου.
-Τί λόγος, γέρο Πανουριᾶ, τί φοβερὴ βλαστήμια
ξαγλίστρησ᾿ ἀπ᾿ τὰ χείλη σου! Αὐτὸ τὸ φῶς, ποὺ βλέπεις,
ἂς μὴ τὸ σκοτειδιάσωμε... Ἐσὺ στὴ Χαλκομμάτα
σῦρε νὰ ρίξης θέμελο. Στεῖλε τὸν Παπαντρία
νὰ πάῃ στοῦ Μουσταφάμπεη μὲ τὸν Κομνὰ τὸν Τράκα.
Καὶ πρὶν ἀρχίσῃ ὁ πόλεμος, θυμήσου ὁ Ἡσαΐας
νὰ βγῇ ψηλὰ στὸ ξέφαντο κ᾿ ἐκεῖθε νὰ κηρύξῃ
τὸν φοβερὸν τὸν ὅρκο μας, γιὰ νὰ γνωρίσῃ ὁ κόσμος
ὅτι τὸ ράσο τοῦ παπᾶ κ᾿ ἡ μίτρα τοῦ Δεσπότη
θὰ γένουν Χάρου φλάμπουρο καὶ σκιάχτρο καὶ σκοτάδι
καὶ κατασάρκι μελανὸ στὴν Ἅγια Τράπεζά μας,
ὅσο σ᾿ αὐτὰ τὰ χώματα δαφνοστεφανωμένη
ἡ δουλωμένη Ἐκκλησιὰ τὸ μέτωπο δὲ δείξῃ.
-Δὲν εἶμαι, Διάκε, Πανουριᾶς, νἆμαι γυναῖκα χήρα
καὶ νὰ μὲ πνίξῃ τὸ ψωμί, ποὺ ἐφάγαμε στὰ πλάγια,
ἂν λησμονήσω σήμερα τὸ βάφτισμα, τὸν ὅρκο.
-Ἐσὺ τὸ Γοργοπόταμο θὰ πιάσῃς, Δυοβουνιώτη,
καὶ πολεμώντας τὸν ἐχθρὸ λησμόνησε πὼς ἔχεις
κλεισμένο μὲς στὰ Γιάννινα τὸ Γιῶργο, τὸ παιδί σου.
Βλέπε τὸ ρέμμα τοῦ νεροῦ, κᾶμε το ν᾿ ἁρμυρίσῃ
μὲ δάκρυ τῆς Ἀρβανιτιᾶς. Στεῖλε το ματωμένο
στὰ μακρινὰ τ᾿ ἀδέρφια μας τὸν τρύγο σου νὰ φέρῃ
ὡσὰν πρωτόλουβο καρπό, μαζὶ μὲ τὤνομά σου.
Ὁ Βακογιάννης στὰ ριζά, καὶ πλεύρα στὸ γεφύρι
τῆς Ἀλαμάνας, Πανουριᾶ, θὰ στήσω τὸν Καλύβα.
Εἰς τὴν Δαμάστα μένω ἐγώ, σὰς τὸ ζητῶ γιὰ χάρη,
κι᾿ ὅταν ἀρχίσουνε... Σιωπή!... μοῦ ῾κάστηκε πὼς εἶδα
σὰν ἕναν ἴσκιο νὰ διαβῇ... Ἐσ᾿ εἶσαι, μωρὲ Μῆτρε;
-Ἐγᾦμαι, καπετάνιε μου.
-Πατεῖς βουβὰ τὴ νύχτα
καὶ δὲ σ᾿ ἐγνώρισα μὲ μιᾶς. Μὲ δίκηο νυχτοπούλι
σὲ κράζουν οἱ συντρόφοι μας. Τί φέρνεις παλληκάρι;
-Ἐκίνησε ὁ Ὁμέρπασας ἀπὸ τὸ λιανοκλάδι.
-Πέτα, ροβόλα, Πανουριᾶ... Στ᾿ ἄρματα, Δυοβουνιώτη...
Χριστὸς ἀνέστη, ἀδέρφια μου! Καλῶς ν᾿ ἀνταμωθοῦμε
ἀπόψε πάλαι νικηταί. Κι᾿ ἂν δὲ μὲ μεταϊδῆτε,
δὲν θέλω νὰ μὲ κλάψετε. Θέλω, σὰν πολεμᾶτε,
τὴν πρώτη σας τὴν τουφεκιά, τὸ πρῶτο σὰς τὸ βόλι
γιὰ μένα νὰ τὸ ρίχνετε, γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Διάκου.
Ἐφιληθήκανε καὶ οἱ τρεῖς. Τὰ χείλη τοῦ Θανάση
ἐλουλουδίζανε χαρά, σπιθοβολοῦν τὰ μάτια,
στὸ κρύο τἀγέρι τοῦ βουνοῦ καπνίζει ὁ ἀνασασμός του,
λὲς ἀπὸ βράχου σχισματιὰ οἱ ἀκοίμηταις οἱ φλόγαις,
ὁποὺ κρυφόβραζαν βαθειὰ στοῦ γένους μας τὰ σπλάγχνα.

* * *

Ἆσμα Τρίτον
Εἰκοστὴ τρίτη Ἀπριλίου
Μνήμη τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου

Λαλοῦν οἱ πέρδικαις γλυκὰ κι᾿ ὁ ἥλιος στὴ χαρά του
ἁπλώνει μίαν ἀχτίδα του καὶ ψηλαφίζει ὁ κλέφτης
τὰ παρδαλὰ τὰ στήθια τους κι᾿ αὐταὶς ἀναγαλλιάζουν.
Κατάκορφα στὸν οὐρανὸ πετιέται κι᾿ ὁ πετρίτης,
τ᾿ ἀητοὺ πρωτοπαλλήκαρο, νὰ βάψῃ τὰ φτερούγια
μὲς στὸν αἰθέρα τῆς αὐγῆς πρὶν ἔβγη στὴν παγάνα.
Πλένουν τὰ φύλλα στὴ δροσιὰ χαρούμενα τὰ ρείκη,
καὶ στὸ ἐλαφρὸ τὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα, ποὺ διαβαίνει,
συναπαντοῦσε φιλικὰ μὲ τὸν ἀνασασμό του
τὸ θρούμπι τὴν ἀλιφασκιά, τὸ σφελαχτὸ ἡ μυρτούλα.
Δακρύζουνε τ᾿ ἀπάρθενα τὰ χιόνια στὸ λιοπύρι,
ἀκούοντ᾿ οἱ νεροσυρμαὶς ἀπὸ ἐγκρεμὸ σὲ βράχο
νὰ παραδέρνουνε γοργὰ καὶ λὲς μὲ τὴ γαργάρα
π᾿ ἀνάκραζαν τὴν κλεφτουριὰ καὶ τὴν ἀποζητοῦσαν.
Ἐκυματίζαν τὰ σπαρτά, χαρὰ τοῦ ζευγολάτη,
καὶ κάπου κάπου ἀνάμεσα ξεπρόβαιν᾿ ἕνα στάχυ
καὶ ἔγερν᾿ ἐδῶ, κ᾿ ἔγερν᾿ ἐκεῖ τὸ τρυφερὸ κεφάλι,
ὡσὰν νὰ παραμόνευε νὰ ἰδῇ κι᾿ αὐτὸ τὸ Διάκο.
Κι᾿ ὡστόσο ἀνθρώπινη φωνὴ μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο,
ποὺ φαίνεται ὁλοζώντανος, καμμιὰ δὲν ἀγροικιέται,
οὔτε φλογέρα πιστικοῦ, οὔτε χαρᾶς τραγοῦδι
οὔτ᾿ ἀγωγιάτη σάλαγος. Ἐφαίνετ᾿ ὅλη ἡ φύσις
λουλούδι χωρὶς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα,
ὁποὺ ἐγεννήθηκε βουβὴ κι᾿ ὁποὺ τὴν παραστέκει
ἡ μαυρισμέν᾿ ἡ μάνα της νὰ ἰδῇ μὴν ξεχαράξῃ
μαζὶ μ᾿ ἕνα χαμόγελο στὰ χείλη κ᾿ ἡ λαλιά της.
Ἀστράφτουνε, λαμποβολοῦν τριγύρω στὴ Δαμάστα
ἄλλοι στρωμένοι κατὰ γῆς ἄλλοι στὸ διπλοπόδι
περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι ἀνδρειωμένοι.
Ἐπάνωθέ τους κάτασπρο τὸ φλάμπουρο τοῦ Διάκου
ἀνέμιζε τρομαχτικό, καὶ στὸ ξεδίπλωμά του
λεβέντης ἀστραπόμορφος ἐπρόβαινε ὁ Ἅη Γιώργης
μὲ τ᾿ ἄγριό του τ᾿ ἄλογο κρατώντας καρφωμένο
τ᾿ ἄσπλαγχνο τὸ κοντάρι του στὸ διάπλατο λαρύγγι
τοῦ φοβεροῦ τοῦ δράκοντα, ποὺ δέρνεται στὸ χῶμα.
Ποιὸς ἐσυντύχαινε κρυφὰ μὲ τοῦ σπαθιοῦ τὴν κόψη
κ᾿ ἐπάνω της ἐξέσερνε γοργὰ τὸ δάχτυλό του,
ποιὸς ἐπελέκαε τεχνικὰ τὴ στουρναρόπετρά του
στὸ λύκο τοῦ καρυοφυλλιοῦ, ποιὸς τρίβει τὰ παφήλια
συγνεφιασμέν᾿ ἀπὸ νοτιὰ καὶ ποιὸς γιὰ νὰ ξεδώσῃ
ἐθόλωνε μὲ τὸν ἀχνὸ τοῦ μαχαιριοῦ τὴ λάμψη.
Κανένας δὲν ἀνάσαινε. Σ᾿ ἕνα κοντρὶ μονάχος
κυττάζει ὁ Διάκος σιωπηλὸς κατὰ τὸ Λιανοκλάδι.
Ἔξυπνος κι᾿ ὀνειρεύεται. Ἀπὸ τὸ ριζοβοῦνι,
ἀνέβηκε κ᾿ ἡ καταχνιά, ψιλὸς ἀφρὸς τοῦ ἀγέρα,
καὶ μία στιγμὴ τὸν ἔκρυψε στὴ δροσερὴ ἀγκαλιά της

* * *

Ἆσμα Τέταρτον.
Ἀποκάλυψις [ἀπόσπασμα]

Κοιμᾶται ἀκόμα ἡ Ἀρβανιτιά, χορτάτη, ἀποσταμένη,
μὲς στὴν πυκνὴ τὴ χλωρωσιά. Τόσες χιλιάδες κόσμος,
κι οὔτ᾿ ἕνα ὄνειρο γλυκό, οὔτ᾿ ἕνα καρδιοχτύπι!
Στοῦ ὕπνου τῆς τὴ συγνεφιὰ δὲν ἔλαμπαν ἐλπίδες,
δὲ φέγγει πόθος μακρυνός. Στὰ μάτια τῆς μαυρίλα
καὶ στὴν καρδιὰ τῆς ἐρημιά. Τ᾿ ἀνθρώπινα κοπάδια
ἀπ᾿ τὸ βαρὺ τὸν κάματο βουβά, ἀποκαρωμένα,
μὲς στὰ λουλούδια τ᾿ Ἀπριλιοῦ μαυρολογοῦν, πλαγιάζουν,
σὰν νά ῾τανε συντρίμματα, χορταριασμένες πέτρες
ὁποὺ εἶχε πάρει ὁ χαλασμὸς ἀπὸ κανέναν πύργο
καὶ τά ῾χε σπείρει ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ μὲ τοῦ σεισμοῦ τὸ χέρι.
Ἀκόμα ἡ Πούλια εἶναι ψηλὰ καὶ τῆς αὐγῆς ἀκόμα
τ᾿ ὀρνίθι δὲν ἐλάλησε. Προτοῦ νὰ βασιλέψῃ
τὸ δρέπανο τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἑνὸς βουνοῦ τὴ ράχη
ἐστάθηκε γιὰ μία στιγμὴ καὶ πικραμένο ρίχνει
τὴν ὕστερή του τὴ ματιὰ στὸ ἔρμο τὸ Ζητούνι.
Ἐμαύρισαν οἱ λαγκαδιές. Στὸ μελανό του κῦμα
τ᾿ ἀγέρι πνίγει τὰ σπαρτά, τὰ δέντρα, τὰ λιβάδια,
γένονται θάλασσα οἱ στεριές, λὲς ὅτι αὐτὸ τὸ βράδυ
ἦρθε μὲ δυὸ μεσάνυχτα κι ἀργεῖ νὰ ξημερώσῃ.
Μὲς στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ χιλιόχρονο ρουπάκι
φοβέριζε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἀγριομανητό του.
Στοιχειὸ τῆς γῆς περήφανο, βουλήθηκε νὰ φτάσῃ
τὰ σύγνεφα μὲ τὰ κλαριά, τὸν Ἅδη μὲ τὴ ρίζα,
καὶ δὲν ἀνανοήθηκε ποὺ ὁ χαλαστὴς ὁ χρόνος
τοῦ ῾χε φωλιάσει στὴν καρδιὰ καὶ τὤσκαφτε λαγοῦμι
δουλεύοντας σιγὰ σιγὰ μὲ τὰ σκυλόδοντά του.
Εἰς τὸν βαρὺν τὸν ἴσκιο του περίχαρο λουλοῦδι
ποτὲ δὲν ἐξεφύτρωσε. Οὔτε τὸ χαμομήλι
οὔτε ἡ χολάτη ἡ κυκλαμιά. Ὁλόγυρά του σπλόνοι
καὶ δρακοντιὲς φαρμακερές. Στὸ χῶμα κάπου κάπου
σπαρμένα ραχοκόκκαλα, ποὺ τά ῾χε ξεσαρκώσει
ὁ τραπεζίτης τοῦ σκυλιοῦ, τοῦ κόρακα τὸ νύχι,
ἐσέποντο χωρὶς ταφή. Κι ἀνίσως πλανεμένος
κανεὶς ἐδιάβαινε ἀπ᾿ ἐκεῖ κ᾿ ἔνοιωθε τὰ σαράκια
νὰ πριονίζουν ἄγρυπνα τὰ κούφια κατακλείδια
κι ὁλονυχτὶς νὰ τρίζουνε, ἔκανε τὸ σταυρό του
κι οὔτε ποὺ γύριζε νὰ ἰδῇ τὸ φοβερὸ τὸ δέντρο.
Στὴν μαύρη τὴν κουφάλα του ἐμόνιαζε ἕνας γύφτος,
γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος,
ἀνάθρεμμα τῆς εὐλογιᾶς, τῆς λώβας στερνοπαίδι.
Τὸν ἔβοσκε βαθὺ χτικιό, τοῦ θέριζε τὰ σπλάγχνα
ἔχθρα κρυφή, παντοτινή, γιὰ τ᾿ ἄνθη, γιὰ τ᾿ ἀστέρια,
γιὰ τοῦ παιδιοῦ τὴν εὐμορφιά, κ᾿ ἔτρωγε μὲ τὸ μάτι
ὅ,τι τὸ χέρι τὸ σκληρὸ δὲν ἔφτανε νὰ φθείρῃ.
Ἔκλωθε τὴ σαπίλα του στρωμένος στὰ ξεσκλίδια,
ποὺ τὤφερνε πᾶσα φορὰ τὸ κλεψιμιό, ἡ κρεμάλα.
Ἀχώριστοί του σύντροφοι σφυριά, τριχιές, ἀμόνι,
στουρνάρια γιὰ τὸ γδάρσιμο, παληόκαρφα, ψαλίδες,
μιὰ νυχτερίδα, ἕνας σκορπιός, μιὰ κίσσα, μιὰ χελῶνα.
Κανένας δὲν ἐγνώριζε στὴ Λιβαδειὰ πῶς ἦρθε.
Τὸν εἶχε ρίξει σύγνεφο;... Τὸν εἴχανε ξεράσει
τὰ χώματα τοῦ ρουπακιοῦ;... Κανένας δὲν τὸ ξέρει.
Ὅταν τὴ νύχτα στὸν τροχὸ τὰ σύνεργα ἐπερνοῦσε
κι ἀνάδευε τὰ χέρια του κ᾿ ἔτρεμε τὸ κεφάλι,
παρασαρκίδα ἀφύσικη μὲς στὴν κοιλιὰ τοῦ δέντρου,
ἐφάνταζεν ἀπὸ μακρὰ ὅτι ἦτον θεριεμένο
χταπόδι στὴ θαλάμη του, ποὺ πρόσμενε κυνήγι
κι ἀνήσυχο παράδερνε μὲ τοὺς ἀποκλαμούς του.
Σ᾿ αὐτὸν τὸν λάκκο ἀποβραδὺς θαμμένος εἶν᾿ ὁ Διάκος,
τ᾿ ἀστροπελέκι τοῦ βουνοῦ σβυέται σ᾿ αὐτὸ τὸ μνῆμα.
Χαρούμενο στ᾿ ἁρπάγια του τὸν ἔχει τὸ σφαλάγγι
καὶ τοῦ βυζαίνει τὴν ψυχή. Ξερὲς παλαμονίδες
τοῦ στρώνει μέσα στὴ σπηλιὰ καὶ τόνε ρίχνει ἐπάνω.
Μὲ δαγκανάρια, μὲ σχοινὶ τὰ χέρια ξεκλειδόνει
καὶ τὰ φορτόνει σίδερα, τοῦ δένει τὰ ποδάρια,
χαλκᾶ τοῦ σφίγγει στὸ λαιμό. Τὰ στήθια του πλακόνει
μ᾿ ἕνα ἀγκωνάρι κοφτερό. Τὰ σερπετὰ μαυλίζει
καὶ τὰ τινάζει ἐπάνω του... Ὕστερα, διπλοπόδι,
τὰ παραμόνευε ὁ φονιὰς μὴν ἀποκοιμηθοῦνε
κι ἀφήσουν ἀτελείωτο τὸ νυχτοκάματό τους.
Ἀκοίμητο, ἀγρυπνοῦσ᾿ ἐκεῖ καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ μάτι.
Χιλιάδες ᾔρθανε μὲ μιᾶς τριγύρω στὸ Θανάση
ψυχὲς μεγαλοδύναμες ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο
μὲ τὰ παληά τους βάσανα, μὲ τὴν παλληκαριά τους,
καὶ τοῦ φιλοῦν τὸ μέτωπο καὶ τὸν περιδροσίζουν.
Στὴ σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμένες,
ἁπλόνουν τὰ φτερούγια τοὺς κ᾿ ἐπάνωθέ του ἀνοίγουν
βαθύν, ἀπέραντο οὐρανὸ καὶ τοῦ τὸν ἀστερόνουν
μ᾿ ἀθάνατες ἐνθύμησες, μοσχοβολιὲς τοῦ τάφου.
Καταίβηκε ὁ Φιλόθεος μὲ θυμιατὸ στὸ χέρι
καὶ λιβανίζει κ᾿ εὐλογᾷ. Μαζί του κι ὁ Δημήτρης
κρατώντας στὸ δισάκκι του κρυμμένα τοῦ Δεσπότη
τ᾿ ἀγαπημένα λείψανα, σὰ νὰ ζητοῦσε ναὕρῃ
λιγάκι χῶμα, ψυχικό, ἐλεύθερη μίαν ἄκρη
γιὰ νὰ τὰ θάψῃ ὁ δύστυχος. Τοὺς συντροφεύει ὁ Κούρμας,
πλατύς, ψηλὸς σὰν ἔλατος, κι ὁ Πάνος Μεϊντάνης
μὲ τὸ μικρὸ Χορμόπουλο καὶ μὲ τὸ Σπαθογιάννη.
Εἶδε τοῦ Βάλτου τὸ θεριό, τὸ Χρῆστο τὸ Μιλλιόνη,
μὲ τὴ στερνή του τὴν πληγή. Τὸ Γιάννη Μπουκουβάλα
γυμνὸ βαστώντας τὸ σπαθὶ σὰν νά ῾φτανε τρεχάτος
ψηλ᾿ ἀπὸ τὸ Κεράσοβο. Σιμά του ὁ Μητρομάρας.
Ἐφάνηκε ὕστερα ὁ Σταθᾶς, θολός, ἀνταριασμένος,
θαλασσοπούλι, πὤσταζεν ἀφροὺς ἀπ᾿ τὴν Κασσάνδρα.
Ὁ Ζῆδρος ὁ ἀνήμερος. Ὁ Θύμιος ὁ Βλαχάβας,
πού ῾χε παράπονο κρυφὸ γιατ᾿ ἦτον πεθαμένος
καὶ δὲν μποροῦσε μία φορὰ νὰ μαρτυρήσῃ ἀκόμα
γιὰ τὤνειρό του τὸ γλυκό. Ὁ Βλαχαρμάτας Βέργος.
Ὁ Λιὰς ἀπὸ τὴ Βίδαβη. Ἐπέρασε ὁ Λαμπέτης
καὶ δείχνει τ᾿ Ἀστραπόγιαννου τὴν κάρα ματωμένη
στὴν ἀγκαλιά του τὴν πιστή. Ἐκεῖ κι ὁ Ἀμπελογιάννης
μὲ τρεῖς θηλειές, ποὺ ἑσφίγγανε τὸν ἄγριο λαιμό του.
Ὁ Κωνσταντάρας, πὤφερνε στὸν ὦμο τὸ παιδί του
σφαμμένο μὲ τὰ χέρια του, μονάκριβή του κλῆρα,
γιατί, κακούργιο, ἐντρόπιαζε τ᾿ ἄρματα, τὴ γενειά του.
Ὁ Λάζος, ὁ Βρυκόλακας, ὁ γερο Κώστας Πάλλας,
ὁ Καλιακούδας ὁ Λουκᾶς, ὁ Χρόνης, ὁ Γυφτάκης,
τ᾿ Ἀνδρούτζου τ᾿ ἄσπρο φάντασμα, τρανὸ σὰν τὸ Βελούχι
μὲ τὸν ψυχοπατέρα του τὸ Βλάχο τὸ Θανάση,
λιοντάρια, ποὺ δὲν ἄφιναν τὸν Ἅδη σ᾿ ἡσυχία.
Ὁ Λιάκος ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο. Ἐκεῖ κι ὁ Κοντογιάννης,
ποὺ γύρευε συγχώρεση νὰ πάῃ γιὰ τὸ Μῆτσο.
Ὁ Κατζαντώνης, πὤδειχνε μὲ κρυφοπερηφάνεια
στὸ κόκκαλό του τὸ σφυρί... Ὁ Δίπλας στὸ πλευρό του.
Ὁ Ἀλέξης ὁ Καλόγερος, οἱ Κατζικογιανναῖοι,
ἀχώριστοι στὸ σκοτωμό, στὸ μνῆμ᾿ ἀδερφωμένοι.
Τῆς Λάμιας ὁ σταυραητὸς πλακόνει ὁ Χρῆστος Γρίβας.
Σὲ φλογισμένο σύγνεφο διαβαίνει θρονιασμένος,
ἐμπρὸς στὸ Διάκο ὁ Σαμουήλ, τῆς Κιάφας ὁ προφήτης.
Κρατεῖ στὴ ζώνη τὰ κλειδιά, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ Κούγγι
ὅταν τὸν ἔφαγε ἡ φωτιά. Ἀχτίδες τὰ μαλλιά του,
τὰ γένεια σπίθες καὶ καπνός. Οἱ πέντε του συντρόφοι
στὸν ὦμο τους τόνε βαστοῦν. Ἀνέμιζαν τριγύρω
στὸ φοβερὸ καλόγερο παιδιὰ βυζασταρούδια,
ἀγράμπελες ποὺ ἐφύτρωσαν στὸ βράχο τοῦ Ζαλόγγου,
καθένα τοῦ ῾χε ἡ μάνα του στὴν τραχηλιὰ τῆς ρόδο
κ᾿ ἀνάμεσό τους φαίνεται ὁ γερο πολεμάρχος
σὰν περατάρης γερανός, ποὺ σέρνει στὰ φτερούγια
τὰ χελιδόνια τοῦ Μαρτιοῦ δαρμέν᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀντάρα.
M᾿ ἀνέλπιστη παρηγοριὰ ὁ πεθαμένος κόσμος
τὸ πονεμένο τὸ κορμὶ ραντίζει τοῦ Θανάση,
κι ἐπίστεψεν ἀπὸ μακρὰ ὅτ᾿ εἶδε τὸ λημέρι,
ποὺ τὴν ψυχή του ἐπρόσμενε. Ἐρρίζωσε ἡ καρδιά του
βαθύτερα στὰ σωθικά, τοῦ φώλιασε στὰ μάτια
γλυκειὰ τῆς μάνας του ἡ εὐχή. Σκοτείδιασε τὸ φῶς του
κι ἀποκαρώθηκε ὁ φτωχός. Τὰ σερπετὰ δειλιάζουν
στ᾿ ἀγώγι τους καὶ φεύγουνε. Νεκρόνεται κι ὁ γύφτος,
ἡ φύσις ὅλη ἐσίγησε, λὲς κ᾿ ἤθελε ν᾿ ἀφήσει
ἐλεύθερα νὰ καταιβοῦν τὰ ὀνείρατα τοῦ Διάκου.
K᾿ ἰδοὺ τοῦ ῾κάστηκε μὲ μιᾶς ὅτ᾿ εἶδε τὴν κουφάλα
τοῦ δέντρου ν᾿ ἀναδεύεται. Τοῦ ρουπακιοῦ τὰ φύλλα
νὰ πέσουν ὅλα κατὰ γῆς, νὰ μεταμορφωθοῦνε,
νὰ γένουν σάρκες ζωντανές, καὶ τ᾿ ἄψυχο τὸ ξύλο
νὰ λάβῃ ἀνθρώπινη μορφή. Ἡ φλούδα μοναχή της
χωρίζει, ξεδιπλώνεται, καὶ τότε μὲ τὸ χέρι,
τὸ σιωπηλὸ τὸ φάντασμα, ποὺ στέκει ἐπάνωθέ του,
τὴ σήκωσε, τὴν ἔρριξε στὴν πλάτη του σὰ ράσο,
κ᾿ ἔμειν᾿ ἐμπρός του ἀκίνητο... Τριγύρω στὸ λαιμό του
χαράκι κόκκινο βαθύ, σὰν νά ῾θελε περάσῃ
ἐκεῖθε ἡ κόψη τοῦ σπαθιοῦ...

ΠΗΓΗ: periptosi.blogspot.com/2012/04/24-1821.html

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΔΙΟΤΙΜΑ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Ο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

ΑΙΣΧΎΛΟΣ- ΛΟΥΚΑΣ ΘΑΝΟΣ ....ΠΕΡΣΕΣ