Ο ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΥΠΟΥΛΑ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ
Ιουλιανές νύκτες και οι Αλφόνσιοι Πίνακες σκιαγραφούν τον κυβιστή ζωγράφο του Σύμπαντος. Με ψάχνω. Με αναζητώ. Προσπαθώ να με ορίσω και ιδρώνω διανύοντας άχρονα χιλιόμετρα. Με το σφουγγάρι του Σύμπαντος σκουπίζω το πρόσωπό μου και κιτρινίζει ρουφώντας όχι μόνο τον ιδρώτα μου αλλά και ολάκερη την αγωνία μου. Ερατοσθένη, εσύ που υπολόγισες το μέγεθος της Γης, πες μου... Πες μου σε ποιά τσέπη χωράει τούτο το γαλάζιο τόπι και αποκάλυψέ μου ακόμα αν θέλεις κάτι. Την κουβαλώ ή με κουβαλάει; Στο Βόρειο Χάος ο γιός του Άρη απαλλαγμένος από την γήινη μοίρα του, απολαμβάνει το πέταγμά του πάνω από τους ατσαλάκωτους ποταμούς του Σύμπαντος. Ώ! Τί όμορφα σιδερωμένα τούτα τα λευκογάλαζα ποτάμια από το ασκούριαστο ατμοσίδερο του Συμπαντικού Κυβιστή! Κύκνε, σε βλέπω να παίζεις με τους συντρόφους σου. Ο Κηφέας, ο Δράκοντας, η Αλώπηξ, ο Πήγασος, η Σαύρα και η Λύρα. Όλοι μα όλοι, ένας κύκλος. Και συ, γιέ του Άρη